Η περιθωριοποίηση της ΕΕ στη νέα διεθνή οικονομική τάξη
Της Μαρίας Νεγρεπόντη – Δελιβάνη – Δημοσιεύτηκε στο geopolitico.gr στις 02.06.2025
18.06.2025(ομιλία μου στους Ρεπουμπλικάνους-Κεφάλαιο Ελλάδα)
Η ΕΕ εμφανίζεται πλήρως απομονωμένη και χωρίς συμμετοχή στις συγκλονιστικές μεταβολές της διεθνούς οικονομικής τάξης, στις οποίες ενεργοποιούνται ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία και Ινδία.
Ο κυρίαρχος λόγος του αποκλεισμού της ΕΕ, από τα παγκόσμια δρώμενα οφείλεται στην πλήρη και σχεδόν περιφρονητική αδιαφορία που επιδεικνύει ο Τραμπ, απέναντί της, επειδή έχει πειστεί ότι, εξαιτίας της προϊούσας παρακμής της, δεν είναι πια σε θέση να του προσφέρει οτιδήποτε.
Είναι γεγονός ότι η ΕΕ ευθύνεται, σε μεγάλο βαθμό για τις επιλογές της, που την κράτησαν δέσμια, και χωρίς αντίδραση, στο παρακμιακό περιβάλλον της Δύσης, από το οποίο ο Τραμπ προσπαθεί να απομακρυνθεί, όσο πιο γρήγορα γίνεται, και να σώσει την Αμερική. Η ΕΕ λειτουργεί ακόμη με την ψευδαίσθηση ότι εξακολουθεί ο θεσμός του ελεύθερου εμπορίου, και παραμένει προσκολλημένη στη φιλελεύθερη δημοκρατία, που δεν υπάρχει πια. Ο Τραμπ, κατηγορεί ακόμη την ΕΕ για το θετικό εμπορικό της ισοζύγιο με τις ΗΠΑ, που αποδεικνύει κατ’ αυτόν ότι δεν αγοράζει αρκετά αμερικανικά προϊόντα, αλλά και ότι παραμένει δέσμια στην παρακμή, και με την woke agenda, πρόσφατα, από την οποίαν ο Τραμπ προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί με κάθε τρόπο. Ακόμη, με την επαναφορά του κράτους-έθνους στο διεθνές προσκήνιο, ο Τραμπ έκανε ξεκάθαρη την απόφασή του να παύσει να εγγυάται για την άμυνα της ΕΕ, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της, και συνεπώς θα πρέπει η ίδια να μεριμνήσει γι’ αυτήν. Και, βέβαια, ο θυμός του Τραμπ εναντίον της ΕΕ τροφοδοτείται και από την ελαφρότητα με την οποία η ηγεσία της, και όχι μόνο, έδειχνε απροκάλυπτα τη δυσαρέσκειά της, στην πιθανότητα εκλογικής επικράτησης του Τραμπ.
Οι δασμοί του Τραμπ, σε γενική βάση, του 10% επί των προϊόντων της δεν προβλέπεται ότι θα δημιουργήσουν ιδιαίτερο πρόβλημα στην ΕΕ. Ωστόσο, οι μεγάλες διαφορές, που χαρακτηρίζουν τις επί μέρους οικονομίες της, θα είχαν απείρως καλύτερα εξυπηρετηθεί, αν η ΕΕ δεν επέμενε να απευθύνεται με μια φωνή, προς την Αμερική του Τραμπ, αλλά αντιθέτως ενίσχυε την πρωτοβουλία της Τζώρτζια Μελόνι, για δυνατότητα δηλαδή επιβολής διαφορετικών δασμών, ανάλογα με την περίπτωση της κάθε χώρας-μέλους.
Το βασικό πρόβλημα της ΕΕ, που την περιθωριοποιεί στα παγκόσμια τεκταινόμενα είναι η ξαφνική της εγκατάλειψη από τον υπ’αριθμόν 1 σύμμαχό της, ο οποίος επιπλέον προσέγγισε με συναινετική διάθεση τους μέχρι πριν λίγο εχθρούς της Δύσης, και συγκεκριμένα τη Ρωσία, που τόσο απερίσκεπτα κατέστησε θανάσιμο εχθρό της. Ενεργώντας, σε μόνιμη βάση, ως σελήνη προς τον ήλιο των ΗΠΑ η ΕΕ, αισθάνεται να βρίσκεται σε απειλητικό κενό τώρα.
Το μεγάλο αγκάθι, για την ΕΕ, είναι πάνω απ’όλα, τώρα, η απόφασή της, όπως της υπαγορεύτηκε από τον Τραμπ, να προβεί σε επενδύσεις για την άμυνά της, εφόσον οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι διακόπτουν την μέχρι τώρα εξασφάλιση της ασφάλειάς της. Η δήλωση αυτή του Τραμπ είναι καταστρεπτική για την Ευρώπη, εφόσον για τα επόμενα χρόνια, όπως προκύπτει από τους ψυχρούς αριθμούς, υποχρεούται να λησμονήσει τις αναπτυξιακές προοπτικές και να επιδοθεί σε υπέρογκα έξοδα για την ασφάλειά της.
Με βάση τις αρχικές αυτές παραδοχές, στο Μέρος Ι της ομιλίας μου θα προσπαθήσω να διερευνήσω τις ευκαιρίες που θα είχε η ΕΕ, στη νέα διεθνή τάξη, αν δεν προχωρούσε σε στρατικοποίηση της. Και, ειδικότερα θα αναφερθώ στην ειδική περίπτωση της Ελλάδας, και στις εξαιρετικές προοπτικές, που της διανοίγονται με βάση τη σχετική μου πρόταση, τελευταίως[1]. Αντιθέτως, η ανάλυση μου στο Μέρος ΙΙ της ομιλίας μου θα αφιερωθεί στις απαιτήσεις, τις συνέπειες και τους κινδύνους με τους οποίους συνδέεται η απόφαση της ΕΕ να αναλάβει η ίδια την άμυνά της.
Στην ανάλυσή μου, αιωρείται, αναγκαστικά, το ερώτημα τού κατά πόσο είναι αναγκαία και μάλιστα, με χαρακτήρα κατεπείγοντα, η στρατικοποίησης της ΕΕ. Πόσο, δηλαδή μεγάλος, άμεσος αλλά και βέβαιος θεωρείται ο κίνδυνος επίθεσης, εναντίον της ΕΕ, ώστε να δικαιολογείται αυτή η θυσία παραίτησης της ΕΕ από ανάπτυξη, ευημερία και κοινωνική πρόοδο.
Μέρος Ι. Η ΕΕ ΣΤΟ ΝΕΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ
Ο Τραμπ διαλύει τις παλιές συμμαχίες, που χώριζαν τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα, το πρώτο με τις ανεπτυγμένες οικονομίες του G7, και το δεύτερο με τον ολοκληρωμένο Νότο (όπως τελευταίως εμφανίζεται η αναπτυσσόμενη ομάδα των BRICS)[2]. Στη θέση του προβάλλει ένα πολυπολικό μόρφωμα, χωρίς καθορισμένο προς το παρόν σχήμα, επί του οποίου αιωρείται η Αμερική. Οι σχετικές επιλογές του Τραμπ, στην υπό διαμόρφωση νέα διεθνή τάξη, δεν έχουν ακόμη πλήρως ξεκαθαρίσει. Αλλά, οπωσδήποτε, η ΕΕ δεν αποτελεί πια την μακροχρόνια και κυρίαρχη σύμμαχο των ΗΠΑ. Μέσα από αυτήν, ο Τραμπ έχει ξεχωρίσει τους αρχηγούς ορισμένων κρατών-μελών της ΕΕ, τους οποίους φαίνεται να λαμβάνει υπόψη και να υπολογίζει τη γνώμη τους, για τη χάραξη του μελλοντικού σχήματος της υφηλίου. Η πρώτη παρατήρηση, ως προς τις νέες προτιμήσεις του Τραμπ, είναι και η προσθήκη στους νέους συμμάχους, εχθρών της υπό κατεδάφιση παλιάς Δύσης, όπως είναι κατεξοχήν η Ρωσία. Τα υπόλοιπα μέλη, που θα απαρτίσουν τη νέα διεθνή τάξη, παραμένουν προς το παρόν στο ημίφως, με διεργασίες όμως που προωθούνται σε καθημερινή βάση. Μία πρώτη διαπίστωση, που μπορεί να ριψοκινδυνευτεί είναι ότι ο Τραμπ, τουλάχιστον, προς το παρόν, δεν προτίθεται και δεν επιθυμεί πόλεμο. Η πιθανότητα πολέμου παραμένει ως απόμακρη προοπτική, εναντίον πάντοτε του κυρίαρχου εχθρού, που είναι η Κίνα, μόνο και εφόσον δεν κατορθωθεί η εξουδετέρωση του. Αυτή θα προκύψει, ίσως, εφόσον ο Τραμπ καταφέρει, στο αμέσως προσεχές μέλλον, να κάνει την Αμερική μεγάλη πάλι, που σημαίνει:
*ότι, προς το παρόν, θα προσπαθήσει να καθυστερήσει σημαντικά την πρόοδο της Κίνας, κυρίως στις νέες τεχνολογίες, και ακόμη,
*ότι θα καταφέρει να προσεταιριστεί έναν όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό μελών των BRICS, με τη Ρωσία πρώτη στον επιθυμητό αυτό κατάλογο.
Η ΕΕ, δεν υπολογίζεται, στα μάτια του Τραμπ, ως ολότητα, στους βραχυχρόνιους υπολογισμούς του, διότι τη θεωρεί αμελητέα περίπτωση. Εμφανίζεται, ωστόσο, με τη μορφή μεμονωμένων μελών της, που έχουν ή θα έχουν την εύνοια του πλανητάρχη. Και υπάρχει, βέβαια, η ΕΕ, ως μελλοντικά στρατικοποιημένη περιοχή, που θεωρείται ότι θα παραμείνει σύμμαχος των ΗΠΑ, και που θα είναι στο πλάι τους, αν τελικά δεν αποφευχθεί ο πόλεμος με την Κίνα.
Ερωτάται, κάτω από τις υποθέσεις αυτές, τι προοπτικές διανοίγονται στην ΕΕ για το άμεσο μέλλον της. Προς το παρόν, οι προτιμήσεις μεταξύ των κρατών-μελών εμφανίζονται συγκεχυμένες, πιθανόν διασπασμένες και οπωσδήποτε όχι οριστικές. Έτσι, ανάμεσα και σε άλλα, οι Γερμανοί φαίνεται να επιθυμούν επανασύνδεση σχέσεων με τη Ρωσία. Ο Τραμπ δεν κρύβει το θαυμασμό του για ηγέτες που δεν ασπάζονται τη φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως ο Πούτιν, ο Ορμπάν ή η Μελόνι και μια από τις πολλές κατηγορίες του, εναντίον της ΕΕ, είναι και η άρνησή της να αποδεχθεί μη συστημικές κυβερνήσεις. Τα νέα μέλη της ΕΕ εξακολουθούν να προσανατολίζονται προς τις ΗΠΑ, διατηρώντας την παράδοση. Ο Τραμπ φαίνεται να τα έχει βρει, κατά κάποιο τρόπο με τον Πούτιν, τον οποίον αναγνωρίζει ως μεγάλο ηγέτη. Αντιθέτως η ΕΕ στο σύνολό της, όχι μόνο εξακολουθεί, αλλά και εντείνει την εχθρική της στάση προς τη Ρωσία, αναμένοντας, ανά πάσα στιγμή, επίθεση εκ μέρους της. Αντιθέτως οι επιδιώξεις των ΗΠΑ, συνοψίζονται στην προσπάθεια μιας νέας εκβιομηχάνισης, επικεντρωμένης σε νέες τεχνολογίες. Παράλληλα η Αμερική καλλιεργεί φιλικό πρόσωπο προς την υφήλιο, επιδιώκοντας άγρα συμμάχων, κυρίως μέσα από τους BRICS.
Δεν θα επιχειρήσω προβλέψεις για το κατά πόσον η Αμερική θα επιτύχει αυτούς τους, καταρχήν, δύσκολους στόχους της. Αυτές, θα αποτελέσουν μια προσεχή ενασχόλησή μου. Θα επανέλθω, όμως, στο ερώτημα του τι μπορεί και του τι θα έπρεπε να επιχειρήσει η ΕΕ, και ειδικότερα η Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει όσο γίνεται με λιγότερο κόστος, και όσο γίνεται με καλύτερα αποτελέσματα, τις νέες διεθνείς συνθήκες.
Η κυρίαρχη προσπάθεια της ΕΕ τώρα επιβάλλεται να είναι ο απογαλακτισμός της από τις ΗΠΑ και ο σχεδιασμός των μελλοντικών της δραστηριοτήτων, με γνώμονα του τι συμφέρει στην ίδια και στα επί μέρους μέλη της. Και παράλληλα πιστεύω ότι το κεντρικό, όσο και εξαιρετικά δύσκολο ερώτημα, που θα πρέπει να θέσει στον εαυτό της, είναι το αν έχει ή όχι νόημα η συνέχιση της ύπαρξής της. Και τούτο, διότι, πέρα από τα γρανάζια της τρομακτικής γραφειοκρατίας που τη θεμελιώνουν, το ερώτημα είναι τι ακριβώς μπορεί να προσφέρει στα μέλη της, σε μια διεθνή τάξη, που δεν είναι πια η παγκοσμιοποίηση, δεν είναι οι ενώσεις κρατών, δεν βασίζεται στη φιλελεύθερη δημοκρατία, το περιβάλλον δεν ευνοεί ενώσεις κρατών, αλλά αντιθέτως έχει επανέλθει δριμύς στο προσκήνιο ο θεσμός του κράτους-έθνους. Εξυπακούεται, συνεπώς, ότι το νέο αυτό σχήμα, είναι πολύ πιο προβληματικό, σε σύγκριση με το προηγούμενο, για το κατά πόσον θα μπορέσει να βοηθήσει τα μέλη της, που βρίσκονται σε πολύ διαφορετικά στάδια ανάπτυξης στο Βορρά και στο Νότο της.
Ας επανέλθουμε στο τι θα μπορούσε να κάνει η ΕΕ, για να βελτιώσει τη θέση της. Η πρώτη, δυστυχώς, διαπίστωση, σχετικά, είναι ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει αξεπέραστες δυσκολίες, προκειμένου να αποφασίσει και να δράσει ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ. Ιδίως και επειδή αισθάνεται προδομένη, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου επιδόθηκε σε επιπόλαιες, όσο και επικίνδυνες υπερβολές, και τώρα αδυνατεί να κατανοήσει τις φιλικές διαθέσεις του Τραμπ, απέναντι στη Ρωσία, και τις εχθρικές και χωρίς υπομονή διαθέσεις του απέναντι στον Ζελένσκι, τον οποίον η ίδια η ΕΕ είχε σχεδόν ηρωοποιήσει.
Η βασική, και μάλλον μοναδική προς το παρόν επιλογή νέων κινήσεων της ΕΕ, στον τομέα του διεθνούς εμπορίου, είναι να αναβαθμίσει τις επαφές της με την Κίνα, που μέχρι τώρα ήταν περιορισμένες και συμπιεσμένες, από φόβο μήπως δυσαρεστηθούν οι ΗΠΑ, και να προσεγγίσει και την Ινδία. Ακόμη, και γενικότερα, και φυσικά στο μέτρο του εφικτού, σοφή θα ήταν και η προσπάθεια κάποιας μορφής προσέγγισης της Ρωσίας, τουλάχιστον σε ότι αφορά την άρση κινήσεων και αποφάσεων που χαρακτηρίζονται από παροξυσμό εναντίον της. Επιβάλλεται, ακόμη και η άρση των αναποτελεσματικών κυρώσεων, που ούτως ή άλλως στρέφονται εναντίον της Ευρώπης και που, δυστυχώς, δημιούργησαν ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσά τους.
Οι δασμοί του Τραμπ, στην ΕΕ, την εκλαμβάνουν ως ενότητα, προκειμένου να αποφευχθούν έριδες μεταξύ των μελών, που ωστόσο μερικές δεν απεφεύχθησαν, κυρίως λόγω των διαφοροποιημένων επιδόσεων και αναγκών μεταξύ τους.
Το καθεστώς δασμών, μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί, δεδομένου και του ότι ο Τραμπ τους χρησιμοποιεί, κατά στάδια, για τη δημιουργία, αρχικά, εκφοβισμού, και επανέρχεται στη συνέχεια με λογικότερες προτάσεις. Ειδικά, για την Ελλάδα, είμαι πεπεισμένη ότι η επάνοδος του προστατευτισμού αντιπροσωπεύει, για την περίπτωσή της, μια εξαιρετική ευκαιρία για εκβιομηχάνιση, που διακόπηκε βιαιως, όταν ανέτοιμη ακόμη έγινε πρόωρα μέλος της ΕΟΚ, και όταν στη συνέχεια η καταστροφή ολοκληρώθηκε με ορισμένους εγκληματικής υφής όρους των Μνημονίων.
Υποστηρίζω, εδώ, αυτό που κάθε μακρό οικονομολόγος με σοβαρές σπουδές και γνώσεις, θα όφειλε ήδη να έχει διαπιστώσει. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο προστατευτισμός ανοίγει μια νέα σελίδα για την πατρίδα μας, με περιεχόμενο που θα μπορούσε να αποδειχθεί ελπιδοφόρο. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα αδράξουμε αδίστακτα, αυτή την θεόπεμπτη ευκαιρία και θα αναγάγουμε την αξιοποίησή της σε πρωταρχικό μας μέλημα. Αλλά, και στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να απομακρύνουμε, με νύχια και δόντια, τα πολυάριθμα εμπόδια που θα συναντούσαμε καθοδόν. Ανατρέχω, αναγκαστικά, στο παρελθόν, για να επαναφέρω στο προσκήνιο θεωρίες, πεποιθήσεις και επιδιώξεις περασμένων αιώνων, που επικαιροποιούνται χάρη στον Τραμπ, αλλά με κάποια δειλία, και χάρη στην ΕΕ, που δεν διαφοροποιείται από τα εκάστοτε σχέδια των ΗΠΑ. Αναφέρομαι στη θεωρία του Friedrich List (γύρω στα 1830), που όπως είναι γνωστό εκφράζει εθνικιστική άποψη για την οικονομία ( απολύτως, άλλωστε, του συρμού τώρα).
Πρόκειται για την ανάγκη επιβολής προστατευτικών δασμών, προκειμένου να «ξαναγίνουν μεγάλες», προκειμένου να « ανακάμψουν από την παρακμή», προκειμένου να «προχωρήσουν σε δεύτερη εκβιομηχάνιση» κάποιες οικονομίες με προβλήματα. Να προστατευθούν, έτσι, με διαφορετική αναγκαστικά μορφή, ανάλογα με τα ειδικότερα προβλήματα της κάθε οικονομίας, επιλέγοντας το είδος, το ύψος και το μίγμα των προστατευτικών δασμών, που θα κριθεί το καταλληλότερο για την κάθε μια από αυτές. Και, φυσικά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι με βάση αυτή τη θεωρία του Friedrich List αναπτύχθηκαν και εκβιομηχανίστηκαν, στο παρελθόν, όλες σχεδόν οι οικονομίες της Δύσης (και όχι μόνο). Εξυπακούεται ότι, ως Ελλάδα, επιβάλλεται να αποκτήσουμε το δικαίωμα εθνικής και όχι συνολικά ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης του ύψους και του είδους των δασμών, όπως φαίνεται να έχει επιτύχει ήδη, σε κάποιο βαθμό, η Πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζώρτζια Μελονι.
Δεν είναι του παρόντος η συζήτηση, που άλλωστε προοιωνίζεται μακρά, για το κατά πόσο το σχέδιο Τραμπ, που φαίνεται να ασπάζεται και η ΕΕ, έχει πιθανότητες επιτυχίας. Για τη ρημαγμένη, ωστόσο, από κάθε πλευρά, και χωρίς ελπίδες βελτίωσης κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αυτή η επαναφορά του παρελθόντος στο σήμερα, προσφέρει μια εξ ουρανού ευκαιρία. Και θα αποτελούσε ένα επιπλέον θανάσιμο αμάρτημα, ανάμεσα στα πολυάριθμα του παρελθόντος, εναντίον της χώρας μας, η μη άμεση αξιοποίησή του[3].
ΜΕΡΟΣ ΙΙ. Η ΕΕ ΠΑΝΙΚΟΒΛΗΤΗ ΣΠΕΥΔΕΙ ΝΑ ΟΧΥΡΩΘΕΙ
Παρότι ο πόλεμος στην Ουκρανία βαίνει προς το τέλος του, όπως ελπίζεται. Παρότι ο Τραμπ δείχνει περίπου συμφιλιωμένος με τον Πούτιν. Και παρότι οι προθέσεις του πλανητάρχη κάθε άλλο παρά παραπέμπουν σε μελλοντικές πολεμικές δραστηριότητες, ωστόσο η ΕΕ εμφανίζεται πανικόβλητη, με τη βεβαιότητα ότι επίκειται ρωσική επίθεση εναντίον της. Γι’ αυτό, και προκειμένου να προστατεύσει τα σύνορά της, από τον υποτιθέμενο ρωσικό επεκτατισμό, εγκαταλείπει πλήρως τα προηγούμενα σχέδιά της όπως, ανάμεσα και σε άλλα την πράσινη ανάπτυξη, την προσπάθεια επανεκβιομηχάνισης, τη βελτίωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας κ.ο.κ. και επικεντρώνεται στην ανάγκη κατεπείγουσας στρατικοποίησης της. Πράγματι, η ΕΕ, θεωρεί περίπου σίγουρο ότι η Ρωσία, με το πέρας του πολέμου στην Ουκρανία, θα επιδοθεί σε συντονισμένες προετοιμασίες, προκειμένου να επιτεθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι, προς τούτο, χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Γάλλου προέδρου Μακρόν, ο οποίος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου υποστηρίζοντας ότι [4] « Η Γαλλία δεν είναι νησί. Το Στρασβούργο-Ουκρανία, περίπου 1500 χιλιόμετρα, δεν είναι μακριά». Συνεχίζοντας ο Γάλλος πρόεδρος προβλέπει ότι[5]: «Σε περίπτωση παύσης του πολέμου στην Ουκρανία, η Μόσχα σίγουρα θα επιτεθεί στη Μολδαβία και στη Ρουμανία». Και συνοψίζοντας την κατάσταση ο κ. Μακρόν δηλώνει[6]: «Είναι άραγε απαραίτητο να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου στους συμπατριώτες μας, διαπιστώνοντας ότι η ύψιστη απειλή στα σύνορά μας είναι η Ρωσία»;
Η κατεπείγουσας μορφής απόφαση της ΕΕ, να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην άμυνά της, φαίνεται πράγματι ακατανόητη, με βάση το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και με βάση, κυρίως, την πολύ ειδικής μορφής αξία, που εκπροσωπεί η Ουκρανία, για τη Ρωσία, και που είναι παράλογο να γενικευθεί, όπως φαίνεται να φοβάται η ΕΕ. Πράγματι, η Ουκρανία αποτελεί την «εθνική» σλαβική και ορθόδοξη καρδιά της παλιάς τσαρικής αυτοκρατορίας, που δεν συγκρίνεται για τη Ρωσία, με καμιά άλλη περιοχή της υφηλίου[7].
Χωρίς τίποτα να αποκλείεται, σχετικά με το πως είναι δυνατόν να αρχίσει ένας πόλεμος, και τίποτα ωστόσο δεν προδικάζει πιθανή απόφαση της Ρωσίας, να καταλάβει την Ευρώπη. Αντιθέτως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι η υποτιμητική και εχθρική συμπεριφορά της ΕΕ απέναντί της δημιουργεί αναίτιες εντάσεις.
Επανέρχομαι στην απόφαση της ΕΕ για άμεση αντιμετώπιση της άμυνάς της, για να παρατηρήσω ότι αυτή η απόφαση όφειλε να υλοποιηθεί από την αρχή της σύστασής της. Ενώ, η τρέχουσα συγκυρία είναι η λιγότερη κατάλληλη, καθώς βρίσκει την ΕΕ, σε οικονομική στασιμότητα, χρεωμένη, διαιρεμένη και με την προοπτική ότι θα αναλάβει η ίδια τη δαπάνη της ανασυγκρότησης της Ουκρανίας.
Ωστόσο, η απειλή της επίθεσης από τη Ρωσία, που οπωσδήποτε δεν αντέχει σε σοβαρή ανάλυση, φαίνεται να υποκρύπτει μια πιο σοβαροφανή αιτία της απόφασης άμυνας της ΕΕ που, παραδόξως, αναφέρεται ελάχιστα. Πρόκειται, συγκεκριμένα για την απαίτηση του νέου πλανητάρχη, που ενισχύεται και από σωρεία αξιωματούχων, σχετικά με την ανάγκη της ΕΕ να διαθέτει εφεξής, για άμυνα, αντί 2% του ΑΕΠ της, όπως μέχρι σήμερα, 5%. Η διαφορά της επιβάρυνσης για την ΕΕ υπολογίζεται σε 516 δισεκατομμύρια Ε, τα οποία δεν υπάρχουν, αλλά αναζητούνται[8]. Η, χωρίς, αντίρρηση αποδοχή της απαίτησης αυτής του Τραμπ, από την Ευρώπη, και η προσπάθεια δικαιολόγησης της κάτω από τη δήθεν άμεση απειλή ρωσικής επίθεσης, εναντίον της, μαρτυρεί την αδυναμία ανεξαρτητοποίησης της ΕΕ, από την κηδεμονία των ΗΠΑ, παρά την πρόσφατη απαξιωτική τους συμπεριφορά προς αυτήν.
πωσδήποτε, αναλύοντας την πρόταση αυτή του Τραμπ, που φαινομενικά επιδιώκει μια ανεξάρτητη, σε άμυνα, Ευρώπη, αναπόφευκτα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι και τόσο ανιδιοτελής. Και τούτο, διότι με το 2% του ΑΕΠ για άμυνα η Ευρώπη προμηθευόταν το 55% των παραγγελιών της πολεμικού υλικού, από τις ΗΠΑ[9], ποσοστό που δεν αναμένεται να περιοριστεί, 6.8% από τη Γερμανία και 5.3% από τη Γαλλία. Η πάνω από διπλάσια αύξηση της δαπάνης, για την ευρωπαϊκή άμυνα, τώρα, θα συμβάλλει αποφασιστικά στην προσπάθεια του Τραμπ, να ξαναγίνει η Αμερική μεγάλη. Από πλευράς ΕΕ, όμως, η άμυνα που καθίσταται ήδη πρωταρχικός της στόχος, και με τη βεβαιότητα ότι το απαιτούμενο τεράστιο ποσό των 516 δισεκατομμυρίων δεν είναι διαθέσιμο και θα πρέπει να αναζητηθεί, παραπέμπει σε εξαιρετικά δυσμενές σενάριο, για την ΕΕ, τα επόμενα χρόνια. Θα απαιτηθεί, προφανώς, υψηλό δάνειο, που αναπόφευκτα θα συνοδευτεί από σκληρή λιτότητα στα κράτη-μέλη, από επιβολή ειδικών φόρων και από ανερχόμενη δυσαρέσκεια των κρατών-μελών, που ουδόλως αποκλείεται να την οδηγήσει σε διάλυση.
Γενικό Συμπέρασμα
Η εξαγωγή συμπερασμάτων, που αναφέρονται στη μελλοντική τύχη και θέση της ΕΕ, μέσα στο νέο διεθνές περιβάλλον προσκρούει στην αβεβαιότητα, που ακόμη περιβάλλει αυτό το νέο σχήμα.
Η συνέχεια της ΕΕ εμφανίζεται αρκετά αβέβαιη, και διότι η νέα διεθνής κατάσταση δεν ευνοεί συνασπισμούς κρατών, αλλά αντιθέτως ενισχύει τα κράτη-έθνη. Η απόφασή της να προχωρήσει άμεσα στην εξασφάλιση της άμυνάς της εξασθενεί ακόμη περισσότερο την επιβίωσή της, εξαιτίας των ανυπέρβλητων δυσχερειών, που σίγουρα θα δυσαρεστήσουν τα μέλη της.
Θα υπήρχαν ελπίδες βελτίωσης της θέσης της, αν αποφάσιζε να λειτουργήσει ως ανεξάρτητη οντότητα, και όχι πια στη σκιά των ΗΠΑ, και επιχειρούσε να επιλέξει από την αρχή τους συμμάχους της. Οπωσδήποτε, η κατάστασή της είναι εξαιρετικά δύσκολη, γιατί δεν μπορεί να επιλέξει πολιτικές και σχέδια που θα βελτίωναν τις οικονομικές της προοπτικές, εφόσον θα έχει δεθεί με το σκληρό και άκρως απαιτητικό σχέδιο της άμυνάς της. Που, επιπλέον, δεν είναι διόλου σίγουρο ότι το σχέδιο αυτό θα τύχει της γενικότερης έγκρισης των κρατών-μελών της, η αν αντιθέτως εξαιτίας των συνεπειών του, αποστασιοποιηθούν από αυτήν.
Σχετικά με την Ελλάδα υπάρχουν πολλές πικρές αλήθειες, ως συνέπειες της συμπεριφοράς της ΕΕ προς αυτήν. Και η πιο πρόσφατη, και η πιο επικίνδυνη για την εθνική μας υπόσταση, η αποδοχή του προέδρου Ερδογκάν στην ασφάλεια της ΕΕ, παρότι δεν είναι μέλος της. Να μην αναφερθώ και σε άλλες περιπτώσεις. Οπωσδήποτε, αν η ΕΕ καταφέρει να ακολουθήσει ανεξάρτητη πολιτική και προσπαθήσει να υλοποιήσει τις αρχικές της υποσχέσεις, που μέχρι σήμερα δεν το κατόρθωσε, μακάρι να βοηθηθεί από τη νέα διεθνή τάξη του Τράμπ.
[1] Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (2025)Το ανεκτίμητο δώρο του Ντόναλντ Τραμπ στην Ελλάδα,Newsbreak, 4.05
[2]Maria Negreponti-Delivanis (2024) The Brics prepare the new international , 24-26 οctober 2024 (targoviste )
[3] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις εκατέρωθεν προτάσεις δασμών βλ.Trade-fight club Europe’s measured, effective response to American tariffs, The Economist,April 12th 2025
[4] Helene Richard (2025),Le piège du grand réarmement-Y a-t-il une menace russe », Le Monde Diplomatique, Avril
[5] Στην εφημερίδα Parisien 1η Μαίου 2025
[6] Στην εφημερίδα Le journal du dimanche, 9 Μαρτίου 2025
[7] Juliette Faure, “Qui sont les faucons de Moscou ? » Le Monde diplomatique, Avril 2022
[8] Frederic Lebaron et Pierre Rimbert(2025), L’Europe martiale, une bombe antisociale,Le Monde Diplomatique, Απρίλιος
[9] Το ποσοστό των ΗΠΑ στις παραγγελίες πολεμικού υλικού από την ΕΕ εμφανίζεται διαχρονικά ανερχόμενο, καθώς για την περίοδο 2014-2019 ήταν 35%

Δεν υπάρχουν σχόλια