ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ


από την Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (πρ. Πρύτανης και Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας- Πρόεδρος του Ιδρύματος Δελιβάνη) για Αλ. Καστρινάκη, 18.12. 2011

=================================================



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ





- Μέχρι τώρα βλέπουμε ότι οι αλλαγές που ζητήθηκαν για τη σύναψη των δανείων και οι εφαρμογές τους δεν επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα (αναμενόμενα τουλάχιστον από το κοινωνικό σύνολο) και ως εκ τούτου ο δημόσιος (ιδιωτικός) τομέας συρρικνώνεται με απρόβλεπτες συνέπειες. Μήπως αυτό αποτελεί μέρος των στόχων του Μνημονίου και των ξένων εταίρων μας, μήπως επιθυμούν πέραν της εσωτερικής υποτίμησης να μας εξαναγκάσουν σε λογής νέων θεσμικών αποδοχών (πολιτικό σύστημα, κοινωνική συνοχή-εξαθλίωση), ανάλογων μίας τριτοκοσμικής πραγματικότητας; Επ’αυτού, από οικονομικής άποψης είναι τοκογλυφικά τα Δάνεια; Καθιστούν τη χώρα και την κοινωνία έρμαια ξένων επιβουλών και αλυσοδένουν την εθνική υπόσταση με τον περιορισμό των επιλογών μας σε εξωτερική και εσωτερική πολιτική;



- Τι πιστεύετε για το κατοχικό δάνειο και τις επανορθώσεις που ουδέποτε αποπλήρωσε η Γερμανία;



- Εφόσον η Ελλάδα διαθέτει κρατικό τομέα εφάμιλλο των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, γιατί δαιμονοποιούν τον δημόσιο τομέα (αναποτελεσματικό ή υπερμεγέθους κράτος σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα); Πρέπει όντως να αναμορφωθεί πλήρως το δημόσιο με τον τρόπο που το ζητούνε οι ξένοι και οι τοπικοί συνεργάτες τους, μη αναλογιζόμενοι το κοινωνικό κόστος και τη δυνατότητα μίας πιο ήπιας μορφής αναδιάρθρωσης; Βλέπετε κάποια λογική σε αυτά που επιβάλει η Τρόικα και εκτελεί πειθήνια-ακολουθεί το πολιτικό σύστημα; Για παράδειγμα μειώνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι ενώ απαιτείται από όσους μένουν, να κινήσουν τον κρατικό μηχανισμό και να εκτελέσουν το καθήκον τους στο ακέραιο.



- Ο κρατικός μας τομέας λειτουργεί εν μέρει με κρατικούς λειτουργούς, αλλά διαφυλάσσοντας πάντως τα συμφέροντα των κομματικών μηχανισμών και λειτουργιών (διασπάθιση δημοσίων εσόδων); Τα σημερινά οικονομικά λάθη αφορούν το πολιτικό σύστημα εν γένει; Πιστεύετε ότι το πρόβλημα είναι θέμα πολιτικού συστήματος; Γιατί συνεχίζουν οι πολιτικοί να μας λένε ψέματα; Έχουν οι πολιτικές μας Ελίτ εθνική συλλογική συνείδηση; Πως χρησιμοποίησαν για παράδειγμα τα κονδύλια των προηγούμενων δεκαετιών, ακολουθούν κομματικές τακτικές;



- Πιστεύετε ότι οι Ευρωπαίοι έπρεπε να είχαν θέσει ένα άλλου είδους μνημόνιο/δανειακή σύμβαση στη χώρα; Εσείς τι πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είχε επιλεχθεί ως εναλλακτική λύση; Τι θα αντιπροτείνατε;



- Τι πιστεύετε περί κουρέματος χρέους;



- Γιατί γράφονται τόσα παραπλανητικά και προπαγανδιστικά στο εξωτερικό για την Ελλάδα; Σε τι αποσκοπούν; Εξυπηρετούν συγκεκριμένα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, πέραν της τάσης των δημοσιογράφων να υπερβάλουν για να προκαλούν;



- Είναι το χρέος ελληνικό ή νοτιο-ευρωπαϊκό ή γενικότερο ευρωπαϊκό ζήτημα και φαινόμενο; Είναι βιώσιμο το ελληνικό χρέος και τι θα το καθιστούσε λιγότερο επαχθές;



- Είναι η Ελλάδα ένα πειραματόζωο οικονομικής, κοινωνικής εξαθλίωσης, μοντέρνας «νομικής παραβατικότητας» και παύσης της εθνικής υπόστασης; Μας επιβάλλονται μέτρα και μέθοδοι τους οποίους δεν εφαρμόζουν άλλες χώρες (π.χ. μέθοδοι μέτρησης χρέους); Οι δύο άξονες: αξιοποίηση-ιδιωτικοποίηση-πώληση-συγχώνευση εθνικών/κρατικών περιουσιακών στοιχείων και οι μεταρρυθμίσεις χωρίς τις απαραίτητες μελέτες σε κάθε επίπεδο και σε πάρα πολύ σύντομο διάστημα αποσκοπούν στην ανάπτυξη τους κράτους και του έθνους ή στη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων πλήρους αποσάθρωσης των δομών (π.χ. κρατικός τομέας) και των χαρακτηριστικών του πολιτισμού μας;



- Ποια είναι η γνώμη των συναδέλφων σας στο εξωτερικό για όσα συμβαίνουν στο τόπο μας;



- Είναι το εθνικό νόμισμα μία πιθανή σωτηρία για μας και τι δεν πήγε καλά με το Ευρώ; Επιτεύχθηκε σύγκλιση ή απόκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών (ελλείμματα Ελλάδας/Νότου-πλεονάσματα του Βορρά);

=====================================================











ΑΠΑΝΤΗΣΗ



Παρά τις δηλώσεις ικανοποίησης των δύο ευρωπαίων ηγετών, Μέρκελ και Σαρκοζύ, μετά τη λήξη της Συνόδου Κορυφής της 8ης και 9ης Δεκεμβρίου 2011, στην πραγματικότητα δεν κατορθώθηκε η εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης στα ακανθώδη προβλήματα χρέους, που ταλανίζουν την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Το κούρεμα του χρέους μας, κατά 50%, έστω κι αν τελικά επιτύχει θα αποδειχθεί δώρον άδωρον, εφόσον θα εξακολουθήσει να μη είναι διαχειρίσιμο. Πράγματι, είναι πλήρης ειρωνείας η διαβεβαίωση ότι «αν όλα πάνε κατ’ ευχήν», το 2020 το ποσοστό του χρέους μας στο ΑΕΠ θα είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτό του 2009: 120%. Αλλά, όπως είναι γνωστό, διαχειρίσιμο θεωρείται το χρέος που δεν υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ. Σισύφειο, λοιπόν το έργο μας, και χωρίς αντίκρισμα οι απάνθρωπες θυσίες μας. Ο τραγέλαφος, βέβαια, εν προκειμένω, είναι ότι η προκαλούμενη, από τα μέτρα της τρόικας, ύφεση υπερβαίνει αυτήν που εκάστοτε προβλέπεται από την ίδια, και έτσι καθίσταται ήδη ανεπαρκές το κούρεμα κατά 50% του ελληνικού χρέους..

Η αδιέξοδη κατάσταση στην Ελλάδα, και όχι μόνο, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, εξακολουθεί να επιδεινώνεται με ταχύτατους ρυθμούς και από πολυάριθμες οπτικές γωνίες. Το ευρώ βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδό του από 15 μήνες, η Γαλλία απειλείται από στιγμή σε στιγμή να απολέσει τα 3 της ΑΑΑ και ήδη το κόστος δανεισμού της υπερβαίνει σημαντικά το αντίστοιχο της Γερμανίας, η ύφεση στην Ευρώπη είναι και για φέτος προ των πυλών, η επαπειλούμενη πτώχευση της Ουγγαρίας θα είναι ιδιαιτέρως βλαπτική για την Αυστρία και τη Γερμανία, που έχουν στην κατοχή τους σημαντική ποσότητα κρατικών ομόλογων, και οι ανάγκες της Ισπανίας, της Ιταλίας και ολόκληρης της ευρωζώνης σε δανεισμό, για το 2012, αγγίζουν το 1,9Ε τρισεκατομμύριο. Προβλέπεται, συνεπώς, εξοντωτικός ανταγωνισμός εντός της ευρωζώνης, για την εξασφάλιση των πιστώσεων, που έχει ανάγκη το κάθε κράτος-μέλος. Εύλογα ερωτάται, αν η συνεχής ανάγκη δανείων από τις χρεωμένες ευρωπαϊκές οικονομίες θα αποδειχθεί λύση ικανή, για να αποτρέψει τη χρεοκοπία τους. Και η απάντηση είναι, σαφέστατα, αρνητική.

Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ευρώπη δεν είναι οι δημοσιονομικές δυσχέρειες των επί μέρους εθνικών οικονομιών της, αλλά τα πολύ σοβαρά προβλήματα, που προστίθενται σ’ αυτόν και που αφορούν στη διακυβέρνησή της. Απροκάλυπτα πια, η ΕΕ-ευρωζώνη μεταλλάσσεται, και μάλιστα με ταχύτατους ρυθμούς σε Ενωμένες Πολιτείες της Γερμανίας. Επιβάλλεται, έτσι, ένα νέο καθεστώς στην Ευρώπη, που όχι μόνο απομακρύνεται από τις βασικές δημοκρατικές αρχές της ισότητας των κρατών-μελών της, αλλά επιπλέον διανθίζεται επικίνδυνα με έντονης υφής φασιστικά χαρακτηριστικά. Ζούμε, ήδη, κάτω από την κυριαρχία του ΙV Ράιχ, που κατέλαβε αθόρυβα την Ευρώπη και με αναίμακτο αυτή τη φορά οικονομικό πόλεμο. Το ΙV αυτό Ράιχ, κινδυνεύει να είναι πιο αποτελεσματικό από το ΙΙ και το ΙΙΙ, που αιματοκύλισαν την Ευρώπη. Έτσι, τα ιδεώδη των Robert Schuman, Kornrad Adenauer και παλαιότερα του Aristide Briand θάφτηκαν κάτω από το σωρό των ευρωπαϊκών χρεών. Αυτά τα διαχειρίζεται, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, η Γερμανίδα καγκελάριος, ανταλλάσσοντάς τα με μεγάλες δόσεις εθνικής κυριαρχίας των χρεωμένων οικονομιών, αλλά και με το σύνολο του δημοσίου πλούτου τους.

Το βασικό, και μακροχρόνια αξεπέραστο πρόβλημα των επί μέρους μέτρων, που από την ίδρυση της ευρωζώνης αποφασίζονται από την ηγεσία της, είναι η μονομέρεια του στόχου τους. Η επίτευξη αυστηρής νομισματικής σταθερότητας εκλαμβάνεται ως απολύτως επιβεβλημένη όσο και επαρκής, έστω κι όταν τίθεται σε κίνδυνο η ομαλή λειτουργία και η εξυγίανση των πραγματικών ευρωπαϊκών οικονομιών. Προκύπτει, έτσι, ξεκάθαρα πια, ιδίως, μετά τη Σύνοδο Κορυφής της 8ης και 9ης Δεκεμβρίου, ότι η μόνιμη λιτότητα που επιβάλλεται στα κράτη-μέλη για την επίτευξη, αποκλειστικά και μόνο, δημοσιονομικής ισορροπίας, καταδικάζει τις πραγματικές οικονομίες σε ολοένα βαθύτερη ύφεση και συσσωρεύει επικίνδυνα κάθε μορφής ανισορροπίες. Ωστόσο, η αλήθεια, που οι επί μέρους εθνικές κυβερνήσεις δείχνουν να αγνοούν, είναι ότι οι περίφημες αγορές ενδιαφέρονται πρωτίστως για τις εξελίξεις των πραγματικών και όχι των εικονικών μεγεθών των επί μέρους οικονομιών. Και, ακριβώς, οι επιδεινούμενες προοπτικές τους, τώρα, είναι αυτές που κορυφώνουν τις άγριες κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών, εναντίον τους.

Οι μοναδικές δύο λύσεις, που θα μπορούσαν να σώσουν, σε μακρόχρονη βάση το ευρώ είναι πρώτον η μετάλλαξη της ευρωζώνης σε πλήρη δημοσιονομική ενοποίηση, στα πλαίσια της οποίας θα υπήρχε υποχρέωση μεταφοράς πόρων από τον πλούσιο Βορρά προς το φτωχότερο Νότο, καθώς και η δυνατότητα απεριόριστης αγοράς ομολόγων, από την ΕΚΤ. Λύσεις, ωστόσο, που απορρίπτονται χωρίς συζήτηση από τη Γερμανία.

Η Ελλάδα βρίσκεται κυριολεκτικά, πια στο χείλος του γκρεμού και όχι μόνο, εφόσον είναι ξεκάθαρο ότι και ολόκληρη η Ευρώπη εισέρχεται σε τροχιά που προοιωνίζονται μακροχρόνια δεινά. Με όχημα μια άγρια και χωρίς ημερομηνία λήξης λιτότητα, που επιπλέον θα επιβάλλεται εφεξής σε καθεστώς με ολοένα μεγαλύτερο δημοκρατικό έλλειμμα, η Ευρώπη τιμωρείται όψιμα για τη μεγάλη θυσία, που επέβαλε στη Γερμανία, πείθοντάς την να εγκαταλείψει το ισχυρό και σταθερό της μάρκο, για να προσχωρήσει στο ασταθές ευρώ. Πανικόβλητη, λοιπόν, η Γερμανία, εκλαμβάνει εσφαλμένα την κρίση χρέους, ως αθέτηση ανειλημμένων υποχρεώσεων απέναντί της, εκ μέρους των « δημοσιονομικά ατίθασων» κρατών-μελών της ευρωζώνης και η κυρίαρχη επιθυμία της είναι το πώς θα τα τιμωρήσει. Έτσι, η προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων, που θα μπορούσαν να σώσουν την Ευρώπη παραμερίζεται και η ΕΕ-ευρωζώνη οδεύει προς καταστροφή. Πράγματι, εξαιτίας των μέτρων της Γερμανίδας καγκελαρίου οι πιθανότητες διάλυσης της ΕΕ είναι μεγάλες. Ταυτόχρονα, βέβαια, δεν μπορεί να αποκλειστεί και το σενάριο της υποκατάστασής της από μια ένωση διαφορετικών προδιαγραφών, που θα λειτουργεί επίσημα πια με δύο ή και περισσότερες ταχύτητες, που θα περιλαμβάνει στους κόλπους της πολίτες από κυρίαρχα κράτη, αλλά και δουλοπάροικους και που θα επιβάλλει αδίστακτα παραδειγματικές τιμωρίες εναντίον εκείνων των υπηκόων της, των οποίων η δημοσιονομική κατάσταση δεν είναι απολύτως υγιής. Ενδέχεται, βέβαια, να απαιτήσει χρόνο το ψυχορράγημα της παλιάς ΕΕ-ευρωζώνης, ενόσω η Ελλάδα θα χάνει την εθνική της κυριαρχία, θα ξεπουλά ένα προς ένα τα δημόσια περιουσιακά της αγαθά, θα εξευτελίζεται και θα εξαθλιώνεται με τρόπο αλύπητο, ξεχασμένη στα σκοτεινά βάθη ενός τούνελ, χωρίς αχτίδα φωτός και χωρίς ελπίδα. Η Ελλάδα δεν πρέπει και δεν δικαιολογείται πια να καλλιεργεί αυταπάτες. Οφείλει, αντιθέτως, να συνειδητοποιήσει πλήρως ότι η παραμονή της στο θανάσιμο εναγκαλισμό της τρόικας είναι αυτόχρημα αυτοκτονική. Οφείλει, όσο κι αν είναι δύσκολο, να ξεπεράσει τη μεθοδευμένη τρομοκράτηση, τις απειλές και τους εκβιασμούς και να αναζητήσει τη σωτηρία της έξω από την τρόικα.

Αυτήν, λοιπόν, την ύστατη ώρα, που έχει αρχίσει το ξεπούλημα της Ελλάδας με άκρως, φυσικά, αδιαφανείς διαδικασίες, και που δυστυχώς οι Έλληνες αρμόδιοι ουδόλως αντιδρούν,- αλλά παρά τις αλλαγές προσώπων εξακολουθούν, στο σύνολό τους, και με επαίσχυντη δουλικότητα, να συμφωνούν με όλους και με όλα,- ας προσπαθήσουμε γι’ ακόμη μια φορά να καταγράψουμε τα κυρίαρχα στοιχεία του ελληνικού προβλήματος, αναζητώντας εναγωνίως κάποια περιθώρια διάσωσής μας σε ότι πια φαίνεται να είναι αδιέξοδο.

Το πρόβλημα χρέους δεν είναι, φυσικά, αποκλειστικά ελληνικό, όπως προσπάθησαν με κάθε μέσο να μας πείσουν οι εταίροι μας αλλά, αντιθέτως, είναι πρόβλημα ολόκληρου του ευρωπαϊκού Νότου που ήδη έχει καταρρεύσει. Η ανάλυση των αιτίων, που προκάλεσαν την καταστροφή θα έπρεπε, φυσικά, να αποτελέσει τον πυρήνα των ελληνικών επιχειρημάτων, για την άρνηση υπογραφής του επαίσχυντου Μνημονίου, καθώς και των απερίγραπτων παραγώγων του. Αναφέρομαι, φυσικά στη μακροοικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε στους κόλπους της ΕΕ και αργότερα και της ευρωζώνης, και η οποία ευνοούσε κατά κόρο τις ήδη προηγμένες οικονομίες της Ευρώπης σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων. Το μόνιμα υπέρογκο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, που αντικατοπτρίζεται στο ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο του ευρωπαϊκού Νότου, αποδεικνύει τους τεράστιους κινδύνους που διατρέχουν οι λιγότερο προηγμένες οικονομίες, όταν συνευρίσκονται στην ίδια οικονομική ένωση με πιο προηγμένες. Η αποψίλωση της παραγωγικής τους ικανότητας, εξαιτίας της ευκολίας εξασφάλισης δανείων, σε συνδυασμό και με την απελευθέρωση των διεθνών συναλλαγών, καθώς και ο αποπροσανατολισμός της παραγωγής τους, εξαιτίας της κορύφωσης των κάθε μορφής ανισοτήτων υπήρξε, συνοπτικά, το τίμημα αυτής της συνύπαρξης προηγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών, κάτω από την ευρωπαϊκή ομπρέλα. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, η Γερμανία ουδέποτε κατέβαλε στη χώρα μας τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, που με βάση εκτιμήσεις κυμαίνονται ανάμεσα σε 172Ε δισεκατομμύρια και 1Ε τρισεκατομμύριο. Τα δικαιούμαστε, πρέπει να μας δοθούν και οπωσδήποτε προκύπτει αβίαστα ότι μας χρωστούν και δεν χρωστούμε! Φυσικά, θα έπρεπε πριν υπογραφεί το τρομοκρατικού, όντως, περιεχομένου Μνημόνιο να προβληθούν τα στοιχεία, που αποδεικνύουν αβίαστα το πολύ χαμηλό ελληνικό χρέος, συγκριτικά με το αντίστοιχο των εταίρων μας, αν συνυπολογιστεί στο δημόσιο εξωτερικό και το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος. Αλλά, το καταλυτικό επιχείρημα που διαθέτουμε, χωρίς και να το αξιοποιούμε είναι η εμφανής φύση του επαχθούς και απεχθούς τρόπου με τον οποίο οι δανειστές μας μάς υποχρεώνουν να μεθοδεύσουμε την εξυπηρέτηση και την αποπληρωμή του χρέους. Η σκαιότητα με την οποία μας συμπεριφέρονται οι εταίροι-δανειστές μας, οι οποίοι μας εξασφαλίζουν δάνεια με ληστρικά επιτόκια, μας υποχρεώνουν ήδη να ξεπουλήσουμε για το τίποτε το σύνολο της δημόσιας περιουσίας μας, επίγειας, υποθαλάσσιας και υπόγειας, και να παραμείνουμε επί ξύλου κρεμάμενοι, αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα ανάπτυξής μας στο διηνεκές, μας δίνει το δικαίωμα να μη συμμορφωθούμε. Μας δίνει, πράγματι, το δικαίωμα να αρνηθούμε την αποπληρωμή ενός δανείου με όρους που καταργούν την εθνική μας κυριαρχία, που καταποντίζουν το κράτος πρόνοιας, που μας εξαθλιώνουν και εξανδραποδίζουν το λαό μας, και να το καταγγείλουμε στη διεθνή κοινότητα ως επαχθές και απεχθές, για ευρωπαϊκή χώρα του 21ου αιώνα. Καθώς, οι επιστημονικές μου δραστηριότητες με κρατούν αρκετό χρόνο εκτός Ελλάδας, και καθώς τα δύο, κυρίως, τελευταία χρόνια φροντίζω να επιλέγω θέματα για τις ανακοινώσεις μου στα διεθνή συνέδρια, καθώς και για τα άρθρα μου σε διεθνή περιοδικά, που να έχουν ως επίκεντρο το ελληνικό οικονομικό δράμα, οι ευρωπαίοι συνάδελφοί μου μού θέτουν ολοένα συχνότερα το ερώτημα: «μα, πως και γιατί υπογράψατε αυτό το Μνημόνιο;». Γιατί, ναι, όσο κι αν φαίνεται ίσως υπερβολικό, ωστόσο με το Μνημόνιο και τα παράγωγά του η Ελλάδα βιώνει μια μορφή διαρκούς γενοκτονίας.

Συνεπώς, είναι πρωταρχικής σημασίας να δοθεί απάντηση στο πως και στο γιατί εδώ και δύο περίπου χρόνια οι Έλληνες αρμόδιοι υποκύπτουν, χωρίς την ελάχιστη αντίδραση, χωρίς την όποιας μορφής διαπραγμάτευση, χωρίς ίχνος στοιχειώδους εθνικής, και θα πρόσθετα και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σε ανείπωτης σκληρότητας εκβιασμούς, σε άγριας βαρβαρότητας μέτρα, που διαλύουν την οικονομία, την κοινωνία, τη δημόσια διοίκηση, το κράτος πρόνοιας, τις επί μέρους παραδοσιακής μορφής αγορές με πρώτη βέβαια την αγορά εργασίας.

Αναμφίβολα οι εταίροι μας «μας τελειώνουν», στην κυριολεξία, χωρίς αντίδραση, αλλά αντιθέτως με τη συμπαράσταση των δικών μας αρμοδίων. Είναι βέβαιο ότι η συνταγή της τρόικας είναι μονόδρομος προς σίγουρη αποτυχία. Πρόσφατα, ακόμη και η Γερμανίδα καγκελάριος, ρίχνοντας αφ’ υψηλού μια ματιά στα καταστρεπτικά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα της στρατηγικής που επιβάλλει στην Ελλάδα, ομολόγησε ότι «έκανε λάθος η τρόικα στις εκτιμήσεις της», χωρίς ωστόσο να θεωρήσει απαραίτητη την αλλαγή αυτής της θανατηφόρας οικονομικής συνταγής. Γιατί, λοιπόν, οι δικοί μας αρμόδιοι δεν εξεγείρονται; Γιατί δεν βροντοφωνούν τα πολυάριθμα και αυταπόδεικτα επιχειρήματα εναντίον των μέτρων καταστροφής που επιτάσσει η τρόικα; Τι, προς Θεού, μπορεί να επιδιώκουν οι έλληνες κυβερνητικοί, όταν νυχθημερόν εκφράζουν την αγωνία τους, όχι για τα φρικτά τα οποία βιώνουμε, αλλά για το πώς θα εξυπηρετήσουν καλύτερα και πιστότερα τα καταστρεπτικά, για την Ελλάδα, σχέδια της τρόικας, ενόσω επιπλέον πρόκειται και για μέτρα με σαφώς ανέφικτους στόχους; Και εύλογα ερωτάται, γιατί οι δικοί μας αρμόδιοι, αντί να αρνηθούν να συνεχίσουν το ρόλο δημίου του ελληνικού λαού, αντί να βγουν προς τα έξω, εντός και εκτός της Ευρώπης, να ζητήσουν βοήθεια για τη γενοκτονία στην οποία μας καταδικάζει, κατά κυριολεξία, το σχέδιο της τρόικας, αντί να συνταχθούν με τις φωνές των απανταχού νέο-φιλελλήνων, που πληθαίνουν καθημερινώς, που διαμαρτύρονται και στηλιτεύουν το αποτρόπαιο έγκλημα, εναντίον του ελληνικού λαού….. αντιθέτως, οι δικοί μας κυβερνητικοί πηγαινοέρχονται στα υπουργικά τους γραφεία και βυζαντινολογούν για το πώς θα επιτύχουν το θαύμα, δηλαδή την έξοδο της χώρας από την κρίση, μ’ αυτό το αποδεδειγμένα αναποτελεσματικό και εγκληματικό πρόγραμμα των Τροϊκανών. Και, ακόμη, τι εξήγηση να μπορέσει να δώσει κανείς, χωρίς αναγκαστικά να προσφύγει σε σκοτεινές συνωμοτικές θεωρίες, στη στάση της πλειοψηφίας των ΜΜΕ, τα οποία όχι μόνο δε διαπομπεύουν αυτή την εθνικά εγκληματική τακτική των πολιτικών, αλλά και επιπλέον αποφεύγουν, μεθοδικά, να ζητούν απόψεις επιστημόνων, που έχουν σαφώς διαχωρίσει τη θέση τους από τις κυρίαρχες απόψεις;

Με όλα αυτά η τρόικα εντατικοποιεί ανενόχλητη, με τη βοήθεια νέων Μνημονίων και πλήθους παραγώγων τους, τα καταστρεπτικά μέτρα, προς την ίδια αδιέξοδη πάντοτε κατεύθυνση. Τώρα η τρόικα απαιτεί αιματοχυσίες και μάλιστα ανθρωποθυσίες. Τώρα, ανενδοίαστα, ζητά από την ελληνική κυβέρνηση, να πετάξει στο δρόμο 150.000-200.000 δημόσιους υπαλλήλους επειδή, σε πείσμα των αντιθέτων ευρημάτων τριών σχετικών ερευνών, επιμένει ότι είναι….υπεράριθμοι. Και δεδομένου ότι, δυστυχώς, και η νέα κυβέρνησή μας δεν φαίνεται να επιθυμεί αλλαγή ρότας, είναι τελικά χωρίς το ελάχιστο ενδιαφέρον η όποια διαπίστωση για το πόσο «σοβαρός, πόσο γνώστης των πραγμάτων είναι ο νέος Έλληνας πρωθυπουργός» και «πόσο πολλές και υψηλές γνωριμίες διαθέτει στο εξωτερικό». Γιατί, απλούστατα, με τις παρούσες συνθήκες, ο ρόλος του ίδιου και της κυβέρνησης της οποίας προΐσταται δεν είναι άλλος από του να πείσει τον ελληνικό λαό να προχωρήσει σε ομαδική αυτοκτονία.

Αναζητώντας εύλογες ερμηνείες για όλα αυτά τα τραγικά που μας συμβαίνουν, είναι απαραίτητο να ξεφύγουμε από τις όποιες ουτοπίες που επιμένουν, ακόμη, να οραματίζονται μια αλληλέγγυα Ευρώπη. Όσο κι αν αυτό είναι οδυνηρό, ιδιαίτερα για την περίπτωσή μου, που από το τρίτο έτος των πανεπιστημιακών σπουδών μου συμμετείχα, με άκρατο ενθουσιασμό, σε φοιτητικές διασκέψεις, ανά την Ευρώπη, με θέμα την ένωσή της, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει πια ίχνος αλληλεγγύης στους κόλπους της.

Θα αναφερθώ, λοιπόν, σε δύο διαφορετικές ερμηνείες αυτής της τόσο τραγικής εξέλιξης του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Η πρώτη αφορά το σύνολο της Ευρώπης, ενώ η δεύτερη την Ελλάδα.

Σε πρόσφατο άρθρο του ο νομπελίστας Paul Krugman υποστηρίζει ότι η γενικώς επικρατούσα πεποίθηση για το ότι η παγκόσμια οικονομία ρυθμίζεται από τεχνοκράτες είναι λανθασμένη. Γιατί, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για τεχνοκράτες αλλά για «βαρετούς ρομαντικούς», που συμπεριφέρονται ωσάν η πραγματικότητα να είναι όπως θα την ήθελαν και όπως την φαντάζονται. Σοφίζονται, λοιπόν, μέτρα γι αυτήν τη φανταστική οικονομία, ενώ η πραγματική είναι εντελώς διαφορετική. Η διαπίστωση αυτή εξηγεί, ταυτόχρονα, ότι όλα όσα συμβαίνουν στις οικονομίες του 21ου αιώνα, θα πρέπει συλλήβδην να αποδοθούν στον φανατικό παροξυσμό, που έχει καταλάβει τους νεοφιλελεύθερους, και στη δυνατότητά τους, μετά τη δεκαετία του ’80, να εφαρμόζουν απρόσκοπτα τις αστήρικτες και εγκληματικών συνεπειών εμμονές τους. Στο φανατισμό των νεοφιλελεύθερων, εξάλλου, πρέπει να προστεθεί και η ασυδοσία των τραπεζών, που προκλήθηκε από την κατάργηση όλων των σχετικών ρυθμίσεων και περιορισμών των δραστηριοτήτων τους. Έτσι, σταδιακά, οι επί μέρους εθνικές κυβερνήσεις εκχώρησαν την κυριαρχία τους στην τραπεζοκρατία. Ουσιαστικά, λοιπόν, οι εθνικές κυβερνήσεις, αλλά και η τρόικα κατ’ επέκταση δεν είναι παρά εκτελεστικά όργανα των τραπεζών και, γενικά, των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Και ενώ θα ήταν εύκολη η αντιμετώπιση της τραγελαφικής και πολύ επικίνδυνης αυτής κατάστασης, με την επαναφορά κάποιων βασικών κανόνων συμπεριφοράς των τραπεζών, οι σύγχρονες κυβερνήσεις δεν την αποτολμούν.

Επιστρέφοντας στην ελληνική περίπτωση, αυτή βαρύνεται επιπλέον από ένα γόρδιο δεσμό. Εντός του συνωθούνται η ασύγγνωστη άγνοια των πραγματικών προβλημάτων, η έλλειψη επαρκούς οικονομικής παιδείας, η άκρατη επιπολαιότητα των εκάστοτε ιθυνόντων, η επαρχιώτικη επιδίωξη τους για μεγαλεία, μια επικίνδυνα ελαστική εθνική συνείδηση και, στην κορυφή, σωρεία διαπλεκόμενων συμφερόντων, που είναι αδύνατον να ταυτοποιηθούν, προκειμένου να προσδιοριστεί η διαδρομή τους, στον ελληνικό και στο διεθνή χώρο. Αυτό το απερίγραπτο συνονθύλευμα επέτρεψε τη διάπραξη αυτού που ας το αποκαλέσω «προπατορικό αμάρτημα». Δηλαδή, στην υπογραφή του αρχικού Μνημονίου, που έκτοτε συνοδεύθηκε από υπογραφές πληθώρας και εξίσου φονικών παραγώγων του, για τα οποία και εφευρέθηκαν διάφορα επίθετα, όπως επικαιροποιήσεις, μεσοπρόθεσμα, δανειακές συμβάσεις, νέα μνημόνια κ.ά. Φυσικά, δεν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας για το ότι οι υπογραφές αυτές, που τέθηκαν κάτω από τα, όντως, ανατριχιαστικού περιεχόμενου αυτά κείμενα, και μάλιστα χωρίς να προηγηθεί η παραμικρή προσπάθεια διαπραγμάτευσης τους, αποτελούν στυγερό και ταυτόχρονα διαρκές έγκλημα εναντίον της χώρας και εναντίον του ελληνικού λαού. Και, απολύτως, δικαιολογημένα απορεί κανείς, μελετώντας το τρομακτικό αυτό συνονθύλευμα, πώς βρέθηκαν Έλληνες πρόθυμοι να θέσουν την υπογραφή τους κάτω από τη λεόντεια, και απαράδεκτα προσβλητική για τον ελληνικό λαό, δανειακή αυτή σύμβαση, αλλά και στη συνέχεια σε όλα τα παρόμοια που ακολούθησαν. Πως Έλληνες, δηλαδή, μπόρεσαν να καταδικάσουν, εν ψυχρώ, τον ελληνικό λαό και τον τόπο, με τη δική τους υπογραφή , σε εξαφάνιση από προσώπου Γης. Πως δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να απευθυνθούν στους ψηφοφόρους-συμπατριώτες τους και να τους εξηγήσουν ότι οι εταίροι μας απαιτούν, πολύ απλά, την καταστροφή μας, και τι πρέπει να κάνουμε όλοι μαζί για να σωθούμε. Ή, ακόμη, πως δεν παραιτήθηκαν ομαδικά, για να μην πάρουν το κρίμα στο λαιμό τους. Η όποια δικαιολογία της μορφής ότι οι υπογράψαντες, που να μην το ξεχνούμε, ήταν οι πατέρες του Έθνους, «δεν ήξεραν» δήθεν, που μας οδηγούσε η υπογραφή τους, δεν μπορεί φυσικά να εκληφθεί ως σοβαρή. Γιατί ήταν αδύνατον οι υπογράψαντες να αγνοούσαν τα φρικτά έργα και τις σκοτεινές ημέρες του ΔΝΤ, από παντού όπου αυτό πέρασε. Ιδίως, και που όπως προκύπτει, εκ των υστέρων, από έγκυρες πληροφορίες, Έλληνες αρμόδιοι είχαν αναθέσει σε δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου τη σύνταξη αυτής της, αποτροπιαστικού περιεχομένου, αρχικής δανειακής σύμβασης. Ιδίως, και που ο τότε πρωθυπουργός μας, ενόσω εκλιπαρούσε τον κ. Στρος-Καν να δεχθεί να μας κατασπαράξει, ταυτόχρονα ανέλυε με λεπτομέρειες, σε γνωστό τηλεοπτικό σταθμό, τους επί μέρους λόγους, για τους οποίους θα έπρεπε, με κάθε τρόπο, να αποκλειστεί η υπαγωγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ.

Υποστηρίζεται βέβαια, κατά κόρον, το επιχείρημα, ότι δήθεν «δεν μπορούσαν οι πατέρες του Έθους να κάνουν διαφορετικά, γιατί η Ελλάδα θα πτώχευε». Ωστόσο, όμως, είναι γεγονός ότι τη στιγμή της υπογραφής του επαίσχυντου αυτού Μνημονίου διαθέταμε, ακόμη, πολυάριθμες διεξόδους, για μη πτώχευση, τις οποίες ωστόσο δεν επιχειρήσαμε καν να αξιοποιήσαμε. Αλλά, και επιπλέον, διαθέταμε –και εξακολουθούμε να έχουμε- σωρεία αντικειμενικών και πολύ ισχυρών επιχειρημάτων, που όμως ουδέποτε, μέχρι σήμερα, χρησιμοποιήσαμε. Και, βέβαια, διαπιστώνοντας εκ των υστέρων το τρομακτικό κατρακύλισμά μας στα Τάρταρα, εύλογα τίθεται το ερώτημα: δηλαδή, ποιά αξία μπορεί να έχει η προσπάθεια αποφυγής μιας επίσημης πτώχευσης,-γιατί ανεπίσημα, φυσικά, έχουμε προ πολλού χρεοκοπήσει- ενόσω ουσιαστικά έχουμε παύσει να υπάρχουμε μέσα στην ΕΕ: ως κυρίαρχο κράτος, ως οικονομική οντότητα, ως ισότιμο μέλος. Όταν, αντιθέτως, λοιδορούμαστε σε καθημερινή βάση από τα παιδάκια της τρόικας, υφιστάμεθα αφόρητους και εξευτελιστικούς εκβιασμούς σε καθημερινή βάση, προκειμένου να εκτελέσουμε τα βάρβαρα και απαράδεκτα, για την περίπτωση ευρωπαϊκής οικονομίας του 21ου αιώνα, μέτρα που μας επιβάλλουν, όπως μεταξύ άλλων οι απολύσεις χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, η μείωση μισθών και συντάξεων στα όρια της απόλυτης φτώχειας, η επιβολή πρωτόγνωρων χαρατσιών, που υποχρεώνουν τους Έλληνες να ξαναγοράσουν την ακίνητη περιουσία τους, που τις περισσότερες φορές απέκτησαν με ανείπωτες θυσίες ζωής. Και το χειρότερο όλων, όταν μας υποχρεώνουν να εφαρμόζουμε ένα πρόγραμμα παρανοϊκής έμπνευσης, που καταλήγει πάγια σε αρνητικά αποτελέσματα και που οδηγεί την οικονομία από το κακό στο χειρότερο. Με δυο λόγια, ένα πρόγραμμα που καταστρέφει το σύνολο της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, και ταυτόχρονα γιγαντώνει χρέος και ελλείμματα.

Από την πλευρά τους, βέβαια, οι ευρωπαίοι εταίροι μας υποστηρίζουν ότι προσπαθούν να μας σώσουν. Και έχουν εξαγγείλει πολλές φορές μέχρι τώρα σχέδια σωτηρίας μας. Που, όμως, εκ των υστέρων αποδεικνύονται πρόχειρα, αντιφατικά, αναποτελεσματικά, ανεφάρμοστα , καταστρεπτικά, και βασιζόμενα σε μύθους. Ενδεικτικά, αναφέρω και την τελευταία επιχείρηση σωτηρίας μας, το γνωστό δηλαδή ως κούρεμα πρόγραμμα ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων (PSI) που κινδυνεύει επιπλέον να καταλήξει σε «ντε φάκτο χρεοκοπία». Αλλά, κι αν μερικώς και φαινομενικά ευδοκιμήσει, οι εγγυήσεις που απαιτούνται από μας είναι, αυτόχρημα, καταστρεπτικές, με πρώτη την υπαγωγή του δανείου στο αγγλικό δίκαιο. Και το χειρότερο είναι ότι, σε πείσμα των θυσιών, και αυτό ανήκει στην κατηγορία του Σισύφειου έργου, αφού έχει ήδη συνειδητοποιηθεί ότι, το κατά 50% κούρεμα, δεν είναι αρκετό για να καταστήσει διαχειρίσιμο το χρέος. Αλλά, και επιπλέον, χρειάζεται να τονιστεί ο απίστευτος, πράγματι, τρόπος με τον οποίον οι ευρωπαίοι ιθύνοντες χειρίστηκαν αυτή την υπόθεση κουρέματος του ελληνικού χρέους. Συγκεκριμένα, αντί να προσπαθήσουν οι ίδιοι να πείσουν τους ιδιώτες-κατόχους ελληνικών ομολόγων, να δεχθούν ένα συμφέροντα για την Ελλάδα διακανονισμό, άφησαν τη δύστυχη Ελλάδα, στην άθλια κατάσταση στην οποίαν την περιέφεραν, να διαπραγματευτεί μόνη! Ας αφήσουμε βέβαια και τη μακροχρόνια συνέπεια αυτού του ατυχέστατου και άκρως επιπόλαιου μέτρου, της συμμετοχής δηλαδή των ιδιωτών, που καταδικάζει τις πτωχότερες ευρωπαϊκές οικονομίες σε μόνιμη αδυναμία εξεύρεσης δανείων στη διεθνή αγορά, και που ουσιαστικά αποτελεί την επίσημη παραδοχή και ομολογία των ευρωπαίων ιθυνόντων ότι η πτώχευση κράτους-μέλους της είναι, τελικά, δυνατή.

Να επανέλθω, λοιπόν, στην ανάγκη να απαντηθεί το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Γιατί, δηλαδή, οι εταίροι μας δείχνουν ότι αναζητούν τρόπους για να μας βλάψουν και για να μας εξευτελίσουν. Η απάντηση φαίνεται να είναι, τώρα πια, εύκολη. Εκτός από το αναντίρρητο γεγονός ότι η γερμανική φύση ρέπει προς τις τιμωρίες αδυνάτων, που όπως αποδεικνύεται από το παρελθόν, κάτω από ειδικές συνθήκες εύκολα μετατρέπονται σε εξοντωτικά βασανιστήρια, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι εταίροι μας, ουδόλως, ενδιαφέρονται για τη σωτηρία μας. Αντιθέτως, θα μας είχαν αφήσει, αδίστακτα, να χρεοκοπήσουμε αν δεν φοβόντουσαν τις επιπτώσεις στο ευρώ. Έτσι οι λύσεις, που εκάστοτε προτείνονται στο ελληνικό πρόβλημα, αποβλέπουν πρωτίστως στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, γερμανικών και γαλλικών, καθώς και στις ανάγκες επανεκλογής των Μέρκελ-Σαρκοζύ. Προκύπτει, έτσι, το πόσο άδικες και ανέντιμες είναι οι συνεχείς κατηγορίες εναντίον των Ελλήνων «που δήθεν δεν εφαρμόζουν όπως πρέπει τις ανειλημμένες τους υποχρεώσεις», οι οποίες είναι συνονθύλευμα μέτρων που εξ αντικειμένου είναι αδύνατον να υλοποιηθεί με επιτυχία, παρότι εξοντώνει το λαό που το υφίσταται. Είναι, βεβαίως, υπέρογκη η ευθύνη των ελλήνων αρμοδίων, γιατί δέχονται να εκτελέσουν τα αδύνατα, αν και έτσι εξαθλιώνεται η Ελλάδα.

Με όλα αυτά είναι αναμφισβήτητο πια ότι βυθιζόμαστε συνεχώς βαθύτερα σ’ ένα βούρκο που σταδιακά μας καταπίνει. Όλα, μα όλα τα οικονομικά μας μεγέθη εξελίσσονται προς το χειρότερο. Η αναποτελεσματικότητα, βέβαια, αυτή των συνταγών της τρόικας, ήταν απολύτως ξεκάθαρη από την πρώτη στιγμή. Αναποτελεσματικότητα, που όχι μόνο η υπογράφουσα αλλά και άλλοι έλληνες και ξένοι οικονομολόγοι την είχαν καταγγείλει από την αρχή, αναλύοντας και το γιατί. Ωστόσο όλες αυτές οι αντικειμενικές φωνές χαρακτηρίστηκαν, συλλήβδην, από την κυβέρνησή μας, ως εχθροί του Έθνους, που δήθεν είχαν ιδιοτελή συμφέροντα και γι αυτό δεν ήθελαν τη σωτηρία της Ελλάδας. Και με τον ίδιο, ακριβώς, τρόπο αντιμετωπίστηκε το –αυταπόδεικτο άλλωστε- πόρισμα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, που χαρακτήρισε ως μη διαχειρίσιμο το χρέος. Με την απόλυση, δηλαδή, των μελών αυτού του Γραφείου, που τόλμησε να ανακοινώσει ένα αδιάσειστο γεγονός. Με την απόλυση αυτών που είχαν διοριστεί από τη Βουλή!

Αυτή είναι η πραγματικότητα γύρω από τις συνταγές της τρόικας. Το ότι, δηλαδή μετά από 11 ολόκληρα χρόνια, που θα έχουν διανθιστεί από ανείπωτες και απάνθρωπες θυσίες, θα βρισκόμαστε στην ίδια ελεεινή κατάσταση του σήμερα, και θα είμαστε ευτυχείς, γιατί υπάρχει ο ορατός κίνδυνος να είμαστε ακόμη χειρότερα. Οι κυβερνήσεις μας, λοιπόν, μας προτρέπουν, ελαφρά τη καρδία, να επιδιδόμαστε σε Σισύφειο έργο, σε παραλογισμό απύθμενου βάθους, ενόσω ενσυνείδητα επιλέγεται η πιστή εφαρμογή των αποδεδειγμένα αποτυχημένων συνταγών της τρόικας.

Μ’ αυτό το βηματισμό, είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχουμε οδό ούτε πλοίο, δεν έχουμε λυτρωμό-όπως λέει ο ποιητής! Αντιθέτως, λειτουργούμε ως ναρκομανείς που βρίσκονται στο τελικό στάδιο, εκλιπαρώντας δάνεια, και άλλα δάνεια, που μας χορηγούνται με άκρως εξευτελιστικούς όρους, που απαιτούν ληστρικά επιτόκια, που συνοδεύονται από απειλές για την έλευση βιβλικών καταστροφών και που, αναπότρεπτα γιγαντώνουν το αρχικό μας χρέος εφόσον, φευ, η τρόικα αρνείται να μας επιτρέψει την εφαρμογή αναπτυξιακών συνταγών. Σε συνθήκες, λοιπόν, ολοένα βαθύτερης ύφεσης, μας ζητούνται όλο και περισσότερες και πιο αιματηρές θυσίες, παρά την εξαθλίωση του λαού μας, την αφάνταστη άνοδο της φτώχειας, την ασιτία των παιδιών μας που λιποθυμούν στις σχολικές τάξεις, τον κατακόρυφα ανερχόμενο αριθμό των νεόπτωχων, τις πόλεις που μοιάζουν με φαντάσματα από τα λουκέτα των αναρίθμητων καταστημάτων. Όμως, η τρόικα, απτόητη από την αποτρόπαιη καταστροφή που προκαλούν τα μέτρα της, σε ευρωπαϊκό λαό του 21ου αιώνα, συνεχίζει να απαιτεί πρόσθετα μέτρα που απομυζούν, μέχρις εσχάτων, τον άμοιρο λαό μας. Θέλει τώρα η τρόικα και άλλα 18 περίπου δισεκατομμύρια ως το 2014, αδιαφορώντας παντελώς για το πως και από πού αυτά θα εξασφαλιστούν. Η Ελλάδα εμφανίζει την όψη μιας λεηλατημένης και ρημαγμένης χώρας, που είναι συνέπεια αυτών των μέτρων πρωτόγνωρης αγριότητας, αλλά και σαδισμού. Μέτρων, που χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως πειραματόζωο. Μέτρων, που απέτυχαν παντού όπου εφαρμόστηκαν στο παρελθόν. Μέτρων, που προκαλούν ασφυξία στην οικονομία, λίγο προτού αυτή αφήσει την τελευταία της πνοή. Μέτρων με γνωστά αποτελέσματα, που συνεπώς δεν δικαιολογούσαν άγνοια, από την πλευρά των αρμοδίων. Και να προσθέσω κάτι που φαίνεται απίστευτο. Ότι, δηλαδή, σε πείσμα αυτής της απελπιστικής κατάστασης, η Ελλάδα εξακολουθεί να πιέζεται με τρόπο αφόρητο, για να αγοράζει πολεμικό υλικό από τις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αρκεί να αναφέρω ότι το σχετικό κονδύλι αγοράς πολεμικού υλικού, όχι μόνο δε μειώθηκε συνεπεία της κρίσης, αλλά εξακολουθεί να ανέρχεται: 6,2Ε δισεκατομμύρια το 2007 και 7,1Ε δισεκατομμύρια το 2010.

Αλλά, είναι καιρός να στραφούμε και προς τις περίφημες «μεταρρυθμίσεις», για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος, και κάθε τέλος συζήτησης, σχετικά με το τι πρέπει να γίνει στην ελληνική οικονομία παραπέμπει σ’ αυτές. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το κεφάλαιο «μεταρρυθμίσεις» είναι αυτό καθαυτό αξεπέραστο πρόβλημα, ακριβώς επειδή η διάγνωση για το τι πρέπει να περιληφθεί σ’αυτό, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση, γίνεται μόνιμα σε εσφαλμένη βάση. Έτσι, και ενόσω η ελληνική οικονομία ψυχορραγεί, οι ξένοι και οι έλληνες αρμόδιοι συσκέπτονται στο προσκέφαλό της, για το μείγμα των θανατηφόρων ενέσεων, που θα της χορηγήσουν και που αυτές εμφανίζονται συλλήβδην, κάτω από τη γενική επιγραφή «μεταρρυθμίσεις».

Οι μεθοδεύσεις, που ακολουθούνται, εν προκειμένω, είναι πρωτοφανούς ωμότητας, εξόφθαλμα ανέντιμες και άκρως παραπειστικές. Οι στόχοι αυτών των μεταρρυθμίσεων, που επίσημα εξαγγέλλονται, αποδεικνύονται διαμετρικά διαφορετικοί από τους πραγματικούς, που φυσικά βασίζονται σε προδιαγεγραμμένα αλλά αδιαφανή σχέδια. Και συγκεκριμένα, οι συνεχείς αναφορές στην ανάγκη «μεταρρυθμίσεων», χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται ταυτόχρονα και το περιεχόμενό τους, έχει ως αποτέλεσμα οι πάντες, μερικώς σχετικοί ή και παντελώς άσχετοι, να έχουν πειστεί για την αναγκαιότητά τους και να υποστηρίζουν με πάθος τη διενέργειά τους, και μάλιστα με τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος. Ουδείς ωστόσο φαίνεται να γνωρίζει σε τι ακριβώς «μεταρρυθμίσεις» αναφέρεται, ποιο δηλαδή είναι το περιεχόμενό τους, τι επιδιώκεται μέσω αυτών, τι θυσίες απαιτούνται, ποιες κατηγορίες πολιτών θα θιγούν και ποιές θα ωφεληθούν. Ουδείς, εκτός φυσικά από τους Τροϊκανούς. Αυτοί είναι, ακριβώς, που τις επιβάλλουν στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία και σπεύδει να τις εκτελέσει με ανεπίτρεπτη δουλικότητα, παρότι είναι ξεκάθαρο ότι διαλύουν ολόκληρη την Ελλάδα, στα εξ ων συνετέθη.

Θα προσκομίσω, χάριν παραδείγματος, πρόσφατες, και καταστρεπτικές μεταβολές, που προωθήθηκαν στην ελληνική οικονομία, ως δήθεν αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις», ενώ τα μέτρα που ήταν απαραίτητο να είχαν ληφθεί, σχετικά, ήταν διαμετρικά αντίθετα:

*Η πρώτη δήθεν «μεταρρύθμιση», στην οποία θα αναφερθώ εδώ, αφορά στο από κάθε πλευρά καταδικαστέο σκηνικό, που έχει στηθεί στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Με γκεμπελικής δηλαδή έμπνευσης μεθοδεύσεις, οι μισοί Έλληνες κατέληξαν να στραφούν εξαγριωμένοι εναντίον των άλλων μισών. Πρόκειται για τον ιδιωτικό τομέα, που τέθηκε σε θέση μάχης εναντίον του δημόσιου τομέα, αφού ο δεύτερος βομβαρδίστηκε επί μακρό διάστημα με ψευδή στοιχεία, και κυρίως με την κατηγορία ότι είναι υπερμεγέθης, ότι προσφέρει παχυλούς μισθούς και γι αυτό επιβάλλεται ο δραστικός περιορισμός του. Παρότι, με βάση δύο επίσημες και σοβαρές έρευνες, αποδεικνύεται περίτρανα ότι το μέγεθος του ελληνικού δημόσιου τομέα βρίσκεται, απολύτως, μέσα στα όρια του αντίστοιχου μέσου ευρωπαϊκού, ωστόσο οι διώκτες του συνέχισαν απτόητοι την απαράδεκτη επιχείρησή τους, προκειμένου να καταλήξουν σε απολύσεις της τάξης των 150.000-200.000 δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και σε κάθετη πτώση μισθών και συντάξεων. Το κακό άρχισε στο δημόσιο τομέα, αλλά φυσικά επεκτάθηκε στη συνέχεια και στον ιδιωτικό. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι ουδείς, στην Ελλάδα, μπορεί σοβαρά να υποστηρίξει ότι ο δημόσιος τομέας είναι αποτελεσματικός, και ότι εκτελεί με ικανοποιητικό τρόπο το έργο που του έχει ανατεθεί. Οι βάρβαρες, ωστόσο, απολύσεις δεν πρόκειται να λύσουν, αλλά σίγουρα να επιδεινώσουν το πρόβλημα των κακής φύσης παρεχομένων υπηρεσιών του. Πρόκειται για σύγχυση, προφανώς, ηθελημένη ανάμεσα σε μεγάλο μέγεθος και σε αναποτελεσματικότητα. Και ας αφήσουμε το πόσο εγκληματική είναι η προσπάθεια δημιουργίας διχονοιών σε λαό δεινά δοκιμαζόμενο, όπως είναι ο ελληνικός, που έχει πάνω απ’ όλα ανάγκη από ενότητα για να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα. Αυτές οι παραπειστικές και αποπροσανατολιστικές ενέργειες των Τροϊκανών εξηγούνται από τη φανατική πεποίθηση των νεοφιλελεύθερων, που ουδέποτε ωστόσο έχει αποδειχθεί, ότι δήθεν ο δημόσιος τομέας είναι από τη φύση του διεφθαρμένος, αναποτελεσματικός και, τελικά, άχρηστος. Πεποίθηση, που αφελώς αρνείται τη sine-qua-non σχέση συμπληρωματικότητας ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, και που οδηγεί στην κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας.

* Η δεύτερη, δήθεν αναγκαία «μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα εκκινεί από της άκρως εσφαλμένη αντίληψη, με βάση την οποία η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων οφείλεται στο υψηλό εργατικό κόστος, και θα βελτιωθεί αν αυτό περιοριστεί. Με τις αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών, ο μέσος ελληνικός μισθός που αντιπροσώπευε το 86% του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ-15 για το 2008-2009, πέφτει στο 75% στο τέλος του 2011. Ωστόσο, η καθαρή μείωση του μοναδιαίου εργατικού κόστους, που έτσι προκλήθηκε, χάρη στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, για τη διετία 2010-2011 δεν ξεπέρασε το 1,2%, ακριβώς, επειδή, εξαιτίας της άγριας λιτότητας, μειώθηκε παράλληλα και η παραγωγικότητα, με συνέπεια να μη βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Εξάλλου, η υπόθεση της τρόικας, που άλλωστε δικαιολογεί και τη λήψη των σχετικών μέτρων, ότι δηλαδή το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι οι υψηλές της δαπάνες, είναι εντελώς εσφαλμένη. Στην πραγματικότητα η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει πρόβλημα ανεπαρκών εσόδων, που φυσικά επιδεινώνεται εξαιτίας της εφαρμογής της πολιτικής λιτότητας, αλλά και εξαιτίας της κορύφωσης των κάθε μορφής ανισοτήτων.

*Σχετικά με το επικίνδυνο και αποτυχημένο από κάθε πλευρά, μέτρο της εσωτερικής υποτίμησης, που επιβλήθηκε από την τρόικα, οι έλληνες αρμόδιοι όφειλαν, στις ατέρμονες συναντήσεις τους με τους Τροϊκανούς, να προβάλουν τον αδιέξοδο χαρακτήρα του και να επιμείνουν στο αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή, μέτρα που καταλήγουν στην, με ταχύτερο ρυθμό αύξηση, χρέους και ελλειμμάτων, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του ΑΕΠ, είναι εκ προοιμίου καταδικασμένα σε αποτυχία. Ειδικά, οι ανισορροπίες της ελληνικής περίπτωσης, αποκλείουν κάθε δυνατότητα αύξησης της ανταγωνιστικότητας, χάρις στην εφαρμογή του μέτρου της εσωτερικής υποτίμησης, επειδή:

- η ελαχιστοποίηση της εργατικής αμοιβής παρότι περιορίζει την εγχώρια ζήτηση, δεν αυξάνει παράλληλα και το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών, που δεν υπερβαίνει το 10% του ΑΕΠ

-το ήμισυ περίπου των ελληνικών εξαγωγών ανταγωνίζεται εξαγωγικά προϊόντα των αναδυόμενων οικονομιών, με τους πολύ χαμηλούς μισθούς των οποίων είναι αδύνατον να ανταγωνισθούμε

-το ελληνικό πρόβλημα συνίσταται κυρίως στον αποπροσανατολισμό της παραγωγής και στην ταχεία υποκατάστασή της, από εισαγόμενα, εξαιτίας της πρώιμης, για την Ελλάδα, απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου.

.

Σε αντίθεση με τις οιονεί «μεταρρυθμίσεις» που έχουν καταστρεπτικές και σε πολλές περιπτώσεις μη αντιστρέψιμες συνέπειες, η ελληνική οικονομία έχει αναντίρρητα μεγάλη ανάγκη από μεταρρυθμίσεις. Εξυπακούεται, ωστόσο, ότι αυτές θα πρέπει να μελετηθούν με προσοχή. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός του περιεχομένου των μεταρρυθμίσεων πρέπει να ανταποκρίνεται στις ιδιορρυθμίες της συγκεκριμένης οικονομίας και στο αναπτυξιακό στάδιο το οποίο αυτή διανύει. Να προβλέπει, ακόμη, τις επιπτώσεις που αναμένονται από την καθεμιά από τις μεταρρυθμίσεις, και τι χρειάζεται να υιοθετηθεί, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι εκάστοτε αρνητικές συνέπειές τους. Είναι, βέβαια, περιττό να προστεθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν, γενικά, ένα πολύ δύσκολο και εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα, ακριβώς επειδή αφορούν ανθρώπινες ζωές, που ανατρέπονται έτσι με βίαιο τρόπο, κάτι για το οποίο εμφανώς αδιαφορεί η τρόικα. Γι αυτό, και πριν αρχίσουν να εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστούν άτομα με επαρκείς και εξειδικευμένες γνώσεις, καθώς και να έχει προηγηθεί προσπάθεια σχετικής προετοιμασίας της κοινής γνώμης. Και, ακόμη, η διενέργεια των μεταρρυθμίσεων οφείλει να σεβαστεί κάποια ιεράρχηση, έτσι που κάθε επόμενη να διευκολύνεται από την αμέσως προηγούμενη

Στην τραγική, ωστόσο, ελληνική περίπτωση, τίποτε από τα παραπάνω δε γίνεται σεβαστό, αλλά αντιθέτως με ανεπίτρεπτη επιπολαιότητα οι μεταρρυθμίσεις εκλαμβάνονται ως στιγμιαία υπόθεση. Έτσι, οι βάρβαρες παρεμβάσεις στην οικονομία, που φέρουν τον ψευδεπίγραφο τίτλο των μεταρρυθμίσεων, αποφασίζονται και εκτελούνται δίκη «ταύρου σε υαλοπωλείο», που εισβάλλοντας κατεδαφίζει τα πάντα, αφήνοντας πίσω του συντρίμμια.

Αυτές οι επικίνδυνες, ωστόσο, παρεμβάσεις αποβλέπουν σε προγραμματισμένες καταστροφές, και ειδικότερα:

*Στην απομύζηση, που φθάνει μέχρι το μεδούλι της ετοιμοθάνατης ελληνικής οικονομίας, ληστεύοντας κάθε στοιχείο που εξασφαλίζει την επιβίωση των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Δεν πρόκειται καν για αναβίωση της σκληρής εκδοχής των κλασικών, σύμφωνα με την οποία το ύψος μισθών και συντάξεων όφειλε απλώς να διατηρεί στη ζωή τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους, αλλά για κάτι πολύ χειρότερο. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για συνονθύλευμα μέτρων που αποβλέπει στη θανάτωση ενός σημαντικού τμήματος της εργατικής μάζας, επειδή θεωρείται ως δήθεν «υπεράριθμο», στα πλαίσια μιας οικονομίας καταδικασμένης να υπολειτουργεί και να χειμάζει, σε καθεστώς μόνιμης λιτότητας, που αποκλείει κάθε αναπτυξιακή προοπτική. Έτσι, και μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η απύθμενη κυνικότητα, με την οποία οι αρμόδιοι μας πληροφορούν για την απόφασή τους να πετάξουν στο δρόμο χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους. Έτσι, και μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το κύμα των ποταπών κατηγοριών, που προηγήθηκε, εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, με βάση τις οποίες αυτοί είναι δήθεν «άχρηστοι», «μη παραγωγικοί», «υπεύθυνοι για την ταλαιπωρία του υπόλοιπου ελληνικού λαού», αλλά ακόμη και «κοπρίτες»……Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα πρωτοφανή διωγμό εναντίον των εργαζομένων, που επαναφέρει την αγορά εργασίας στη μεσαιωνική ζούγκλα των αρχών του 19ου αιώνα. Και αυτή την υπέρτατη αθλιότητα του 21ου αιώνα οι αρμόδιοι, έλληνες και ξένοι, την ονοματίζουν «μεταρρύθμιση».



*Στην ουσιαστική εξαφάνιση του δημόσιου τομέα, που βέβαια περιλαμβάνει και το κράτος πρόνοιας: τη δημόσια υγεία και παιδεία, αλλά και την ενέργεια, τις συγκοινωνίες και επικοινωνίες, και βέβαια το σύνολο του κοινωνικού μισθού.



*Στο ολοκληρωτικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας της Ελλάδας. Και ναι, τολμούν να μας παρουσιάζουν ως «μεταρρυθμίσεις» ακόμη και αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα, που άρχισε να διενεργείται, και που αν δεν ανανήψουμε επιτέλους ως λαός, τον οποίο προορίζουν για εξαφάνιση από προσώπου γης, θα έχουμε δια παντός πτωχεύσει, θα είμαστε στο διηνεκές οι επαίτες του κόσμου, θα χρησιμοποιούμαστε εσαεί ως φθηνό δουλικό δυναμικό, για τη δόξα του πλούσιου ευρωπαϊκού Βορρά.



Να επαναλάβω, ωστόσο, ότι έχουμε δραματική ανάγκη από μεταρρυθμίσεις. Αλλά, όμως, από μεταρρυθμίσεις που βαίνουν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν προς την οποία μας οδηγούν οι τρέχουσες εγκληματικές μεταβολές. Και, να υπενθυμίσω ακόμη, ότι έχουμε πολλά και σοβαρά προβλήματα, που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ταχύτερο δυνατό. Αλλά η επίλυσή τους επιβάλλεται να επιχειρηθεί σε περιβάλλον ανεξάρτητης οικονομίας και όχι προτεκτοράτου, όχι νεοαποικίας, και όχι με υποστολή της σημαίας μας ως κυρίαρχου κράτους. Δυστυχώς, όμως, η αμετροέπεια των ευρωπαίων «εταίρων μας» ενθαρρύνεται από τη θλιβερή δουλικότητα των δικών μας κυβερνητικών φορέων.



Οι μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε αναφέρονται, εντελώς, ενδεικτικά, στη συνέχεια. Πρόκειται για:

1) Ριζική μεταφορά εισοδήματος από το κεφάλαιο στην εργασία, από τα υψηλά στα χαμηλότερα εισοδήματα, της τάξης τουλάχιστον του 12% του ΑΕΠ. Το μέτρο αυτό είναι απαραίτητο και θα έλεγα ότι είναι το σπουδαιότερο για την επανεκκίνηση της οικονομίας, στην οποία η πρωτοφανής κορύφωση κάθε μορφής ανισοτήτων, εμποδίζει τις προσπάθειες ομαλοποίησης και παραγωγικής λειτουργίας της. Τα μέσα επίτευξης αυτής της μορφής ανακατανομής είναι, πρώτον το δικαιότερο φορολογικό σύστημα, και δεύτερον η επαναλειτουργία ενός αποτελεσματικού-που δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μικρό- κράτους πρόνοιας.

2) Ολική επανίδρυση της οικονομίας μας. Αυτή έχει καταστραφεί εξαιτίας της συνωμοτικής παγκοσμιοποίησης, του φανατικού νεοφιλελευθερισμού, της πρόωρης εισόδου μας στην ΕΕ-ευρωζώνη και του απερίγραπτου τρόπου διακυβέρνησής μας εντός και εκτός της Ελλάδας από, συχνά, άσχετους- η γαλλική εφημερίδα Le Monde, τους αποκαλεί «παιδάκια». Αρκεί να αναφέρω, εντελώς ενδεικτικά, ότι η Ελλάδα από κατεξοχήν αγροτική οικονομία, με εξαιρετικές κλιματολογικές συνθήκες, που προσφέρονται για όλες σχεδόν τις καλλιέργειες, κατέληξε να έχει συμβολή της γεωργίας στο ΑΕΠ της μόνο 3,4%.

3) Εγκατάλειψη της στραγγαλιστικής πολιτικής της ΕΕ-ευρωζώνης, που στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην επίτευξη νομισματικής σταθερότητας και υιοθέτηση επεκτατικής/αναπτυξιακής πολιτικής.

4) Σημαντικές κρατικές επενδύσεις, σε όλους τους τομείς, ώστε να ενθαρρυνθούν, στη συνέχεια οι ιδιωτικές επενδύσεις.

5) Κάποιος βαθμός περιορισμού της ελευθερίας εισαγωγών-εξαγωγών, για να ενισχυθεί η εσωτερική μας παραγωγή.



Από τα παραπάνω προκύπτει, αβίαστα, ότι θα πρέπει κατεπειγόντως να υπάρξει συλλογική και οργανωμένη αντίδραση εναντίον των μέτρων ουσιαστικής γενοκτονίας, που μας επιβάλλει η τρόικα γιατί, διαφορετικά, σε πολύ μικρό διάστημα από σήμερα δεν θα υπάρχουμε, τουλάχιστον, ως πολίτες ανεξάρτητου κράτους. Με τις άθλιες συνθήκες, μέσα στις οποίους βιώνουμε τα τελευταία δύο χρόνια, συνθήκες που επιδεινώνονται σε καθημερινή βάση, εξαφανίζοντας με ταχύτατους ρυθμούς και τη μεσαία τάξη, και με κυβερνήσεις που όχι μόνο δεν αντιδρούν, αλλά αντιθέτως αναλώνονται στην εξεύρεση τρόπων αποτελεσματικότερης διαχείρισης της καταστροφής μας, είναι δυστυχώς ορατός πια ο κίνδυνος ενός εμφυλίου με απρόβλεπτης έκτασης συνέπειες.

Έχουν δημιουργηθεί αρκετοί πυρήνες αντίδρασης, που επεξεργάζονται προγράμματα εξόδου της χώρας από την κρίση, αλλά ωστόσο αν παραμείνουν εγκλωβισμένοι, ο καθένας χωριστά, με το πρόβλημα του ποιος θα είναι ο αρχηγός και δεν ενώσουν τις δυνάμεις τους, αναζητώντας και κάποια συνδρομή από το εξωτερικό, θα έχουμε χαθεί.

Υπάρχουν, παράλληλα, και ατελεύτητες συζητήσεις για το ποιάς κατεύθυνσης θα πρέπει να είναι η αντίδρασή μας,. Αυτοί, ωστόσο, οι δισταγμοί λησμονούν ότι η επιλογή μας μπορεί να αναφερθεί μόνο και αποκλειστικά σε δύο εναλλακτικές βασικές κατευθύνσεις, που είναι οι ακόλουθες:

Α. Ή να παραμείνουμε, εντός του τροїκανικού καθεστώτος, και να «σαπίσουμε», μέσα σ’ αυτό, χωρίς την ελάχιστη ελπίδα σωτηρίας.

Β. Ή να επιχειρήσουμε το μεγάλο «πήδημα στο κενό», δηλαδή στην επιστροφή στη δραχμή ή στην ανεξαρτησία. Πρόκειται, εν πολλοίς, για πορεία προς το άγνωστο, εφόσον δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία οικονομίας-μέλους της ευρωζώνης που να την εγκατέλειψε. Είναι, συνεπώς, βέβαιο ότι θα υπάρξουν προβλήματα, το εύρος των οποίων, ωστόσο, θα είναι δυνατόν να περιοριστεί σημαντικά αν, εκ των προτέρων, προετοιμαστεί μεθοδικά αυτή η μετάβαση. Ενδεικτικά αναφέρω, σχετικά, ότι θα πρέπει να έχουμε εξασφαλίσει δανεισμό από εξωευρωπαϊκές πηγές, και να υπάρχει έτοιμο ένα λεπτομερές σχέδιο έναρξης και συνέχισης μιας ταχύρρυθμης αναπτυξιακής διαδικασίας, με ταυτόχρονη αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών, νέων και παλαιότερα γνωστών. Αυτή η ανάπτυξη, που θα επιχειρηθεί μετά από μακρόχρονη και βαθιά ύφεση, υπόσχεται να έχει φαντασμαγορικά αποτελέσματα, ιδίως αν αυτή αρχίσει με την αναζωογόνηση τής, σε χειμερία νάρκη, γεωργίας μας. Χάρη σ’ αυτά μπορεί βάσιμα να ελπίζεται ότι οι αρνητικές συνέπειες της μετάβασης στο νέο νομισματικό καθεστώς θα είναι βραχείας διάρκειας και, ως ένα βαθμό, ελεγχόμενες.

Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι, αναγκαστικά, η καταγγελία του συνόλου αυτών των επαίσχυντων Μνημονίων, δανειακών συμβάσεων κλπ. και η δήλωση παύσης των εξωτερικών μας πληρωμών. Εξυπακούεται, βέβαια, ότι είναι πολύ πιθανόν, στην κατάσταση που βρίσκεται η ευρωζώνη, μια τέτοια ελληνική αντίδραση να παραμείνει στο στάδιο της απειλής, εξασφαλίζοντας, για το μέλλον, ανθρώπινους όρους αποπληρωμής του χρέους μας και πάνω απ’ όλα και κυρίως, αναπτυξιακές δυνατότητες, για την οικονομία μας.

Ωστόσο, σε πείσμα της κρισιμότητας των περιστάσεων, καθώς και των πολύ εξαιρετικά περιορισμένων επιλογών μας, οι δυνατότητες λήψης αποφάσεων και κατάστρωσης ορθολογικών σχεδίων, ουσιαστικά, εξαφανίζονται κάτω από ένα κλίμα συνεχούς τρομοκρατίας. Αυτό, προφανώς, δημιουργείται εντέχνως από κάποιους που επιθυμούν τη διαιώνιση των αδιεξόδων μας και, βέβαια, χαίρουν και της αποφασιστικής συμπαράστασης της πλειοψηφίας των ΜΜΕ. Έτσι, η απειλή για την έλευση τεράτων της Αποκάλυψης, αν τολμήσουμε να ξεφύγουμε από το μονόδρομο της τρόικας, επενδύεται με διάφορα ονόματα, κατά περίπτωση, όπως:

*Πτώχευση….αλλά αυτήν τη βιώνουμε ήδη, ενώ αν δεν αντιδράσουμε, μετά το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μας, θα είμαστε μονίμως χρεοκοπημένοι. Με διάφορα τεχνάσματα, δεν μας αφήνουν να συνειδητοποιήσουμε αυτή την πραγματικότητα. Οι προγραμματισμένες εμφανίσεις αρμοδίων, εντός και εκτός της χώρας, διαβεβαιώνουν με στόμφο ότι «η μοναδική μας πορεία είναι εντός του ευρώ». Αλλά, βέβαια, δεν μας λένε και ποιοι, και με βάση ποια δεδομένα, την αποφάσισαν για λογαριασμό μας, αλλά ούτε με τι κόστος.

*Ανείπωτοι και συνεχείς εκβιασμοί μέσω των «δόσεων των δανείων που κινδυνεύουν αν….». Έχουμε γίνει, αρρωστημένα, εξαρτημένοι από τις δόσεις αυτές, και γι αυτό δεχόμαστε τα πάντα. Βλέπουμε και εφιάλτες σχετικά με το «θα έρθει-δεν θα έρθει η τρόικα», «θα είναι και πόσο θυμωμένα τα μέλη της», «τι και πόσες ανθρωποθυσίες θα επιθυμεί η καρδιά τους». Και, έτσι, μ’ αυτά και με άλλα κάθε νέας δόσης προηγείται νέος κατήφορος: μείωση μισθών και συντάξεων, περιορισμοί του κράτους πρόνοιας, γιγάντωση της ανεργίας, χαράτσια, άνοδος της τιμής των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Και μετά από τη χορήγηση της κάθε δόσης, αυξάνονται οι νεόπτωχοι, οι άστεγοι, οι άνεργοι, οι αυτοκτονίες, τα λουκέτα, η εγκληματικότητα». Και μόλις πάρουμε τη δόση, αρχίζει ο νέος γύρος της επόμενης, με τις ίδιες επαίσχυντες μεθοδεύσεις, που ωστόσο στην πορεία γίνονται ολοένα και αγριότερες. Καιρός, πια, να αναρωτηθούμε για το που, πραγματικά, μας πάνε αυτές οι συνεχείς «δόσεις»; Μας λύνουν, άραγε, το βασικό πρόβλημα του χρέους μας; Και η απάντηση είναι σίγουρα, πως όχι. Αντιθέτως το μεγεθύνουν, δυστυχώς, διαχρονικά, και το διαιωνίζουν, εφόσον τα μέτρα που μας επιβάλλουν είναι προς εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση. Προγραμματισμένα για να καταλήξουν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που εξαγγέλλονται επισήμως.

*Δεν θα έχουμε χρήματα για μισθούς και συντάξεις, αν δεν υποκύψετε, αν δε δεχθείτε τις αιματηρές θυσίες που απαιτεί η τρόικα, αν δεν ενδώσετε στην εξαθλίωση, σε ολοένα μεγαλύτερη εξαθλίωση. Και το μέγα αυτό ψέμα λέγεται και επαναλαμβάνεται από επίσημα χείλη. Δίνονται, μάλιστα και αποκλειστικές ημερομηνίες, πέρα από την εκπνοή των οποίων ….τετέλεσται. Αλλά, πως μπορεί να είναι έτσι, ενόσω οι τόκοι των δανείων ανέρχονται σε περίπου διπλάσιο ποσοστό στο ΑΕΠ, σε σύγκριση με το αντίστοιχο μισθών και συντάξεων; Και γιατί οι διάφοροι αρμόδιοι δεν κατατοπίζουν με ειλικρίνεια το λαό; Δεν του λένε, δηλαδή, ότι δεν θα έχουμε αρκετά χρήματα για να πληρώσουμε τα χρεολύσια, αλλά οι μισθοί και οι συντάξεις θα μπορούν, άνετα, να καταβληθούν. Και, όμως….πολλοί ανάμεσά μας πιστεύουν και αυτό το μύθο, τρομοκρατούνται και είναι ανίκανοι να αντιδράσουν…..Προφανώς, αυτό το τελευταίο είναι το ζητούμενο!

*Θα μας πετάξουν από την ευρωζώνη….μας απειλούν ανοικτά πια….Λοιπόν σ’αυτό το σημείο ας κατανοήσουμε, επιτέλους ότι :

-Ο «Γιάννης τρέμει το θεριό και το θεριό το Γιάννη». Δεν είναι διόλου, μα διόλου ξεκάθαρο ποιος θα βλαφτεί περισσότερο από μια ενδεχόμενη αποχώρησή μας από την ευρωζώνη: αυτή, ή εμείς; Και στο μεταξύ η Ευρώπη κινδυνεύει περισσότερο από τη χρόνια λιτότητα, παρά από το χρέος των μελών της. Οπωσδήποτε, όμως, είναι προτιμότερο να εξέλθουμε με δική μας πρωτοβουλία, που θα εξασφαλίσει και κάποιες δυνατότητες ρύθμισης των σχετικών όρων στη συνέχεια, παρά να μας εκβάλουν ως βαρίδιο και με όρους επαχθείς και απεχθείς στο διηνεκές.

-Η γερμανοποίηση της ΕΕ-ευρωζώνης, που ήδη αποτελεί πραγματικότητα, δημιουργεί για τον ευρωπαϊκό Νότο και ιδίως για την Ελλάδα συνθήκες αφόρητες αποικιοκρατίας. Χωρίς αναπτυξιακές δυνατότητες η Ελλάδα θα είναι, εσαεί, υποχρεωμένη να εκλιπαρεί δάνεια από τους πλούσιους εταίρους της -αν φυσικά η ΕΕ-ευρωζώνη εξακολουθεί να υπάρχει- και να τους εξασφαλίζει φθηνό εργατικό δυναμικό.

-Η πολύ κρίσιμη κατάσταση της ευρωζώνης δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για μακροημέρευση του ευρώ. Η πιθανότερη εξέλιξη φαίνεται να είναι η εξαφάνιση ενός νομίσματος-φαντάσματος, που δεν υποστηρίζεται από κυρίαρχο κράτος και του οποίου η επιβίωση βασίστηκε από την αρχή σε διάφορες συνθήκες (Μάαστριχτ, Σταθερότητας κλπ) των οποίων το περιεχόμενο καταδίκαζε την Ευρώπη σε μόνιμη ύφεση και υποαπασχόληση. Είναι, συνεπώς, πολύ πιθανό ότι οι αιματηρές θυσίες που απαιτεί η τρόικα, από μας, και που εμείς ισοπεδωνόμαστε υποτακτικά για να τις εκτελούμε, γίνονται χάριν της παραμονής μας σ’ ένα νόμισμα, που έχει τουλάχιστον ίσες πιθανότητες να εξαφανιστεί στο προσεχές μέλλον, με αυτές που φοβόμαστε ότι θα μας εξακοντίσουν εκτός της ευρωζώνης.

-Να συνειδητοποιήσουμε, επιτέλους τι, ακριβώς, φοβόμαστε….δηλαδή, τι θα αλλάξει αν βρεθούμε εκτός, σε σχέση με τα μαρτύρια που υφιστάμεθα παραμένοντας εντός, και τα οποία ασαφέστατα δεν θα έχουν τέλος. Με την τρόικα δεν υπάρχει ελπίδα ανόρθωσης, ενώ με την επιστροφή στη δραχμή, πολλά θα εξαρτηθούν από τις δικές μας προσπάθειες. Η επιστροφή στη δραχμή εμφανίζει, ασφαλώς, υψηλούς κινδύνους. Περιλαμβάνει, ωστόσο, και σημαντικά πλεονεκτήματα, που απορρέουν από την ιδιότητά της ως εθνικά κυρίαρχου νομίσματος. Πέρα από το πιθανό πλεονέκτημα, που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των αναλυτών, σε περίπτωση επιστροφής στη δραχμή, δηλαδή η αύξηση της ανταγωνιστικότητας χάρη στη δυνατότητα εξωτερικής υποτίμησης, αποδίδω μεγαλύτερη σημασία στην ευχέρεια ρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας, δημιουργίας ελεγχόμενου πληθωρισμού, που θα διευκολύνει την προσπάθεια ταχύρρυθμης ανάπτυξης και δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος.

-Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, έστω και την ύστατη αυτή ώρα, να επιτύχουμε μια αξιοπρεπή αναδιάρθρωση, δεδομένου ότι το αρχικό μας χρέος διέπεται κατά τα 90% του από το ελληνικό δίκαιο, που μας δίνει το δικαίωμα να επιβάλουμε βιώσιμους όρους αποπληρωμής του. Δηλαδή, χωρίς ανθρωποθυσίες, χωρίς αφρικανοποίηση της οικονομίας μας και πάνω απ’όλα με δυνατότητες ανάπτυξης και διατήρησης της εθνικής μας κυριαρχίας. Αυτά δεν είναι εφικτά αν παραμείνουμε στο τροϊκανικό καθεστώς. Αυτά δεν είναι εφικτά αν το χρέος μας θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, όπως μας πιέζουν οι εταίροι μας να αποδεχθούμε.

Υπάρχει, βέβαια, ένα μεγάλο αγκάθι, που εμποδίζει τη στροφή προς ορθολογική επιλογή, και που είναι η σύμπτωση, στα ίδια πρόσωπα, κυβερνώντων και υπεύθυνων για την υπογραφή του επαίσχυντου Μνημονίου. Ωστόσο, αν και περιττό, ας το υπενθυμίσω: το πρόβλημα δεν είναι κομματικό, αλλά ελληνικό. Χρειαζόμαστε μια άλλη πολιτική ηγεσία, που να τολμά και να θέλει να βάζει τα ελληνικά συμφέροντα πριν από οποιαδήποτε άλλα.

Αιθεροβάμονες σκέψεις….θα πουν ασφαλώς, μερικοί. Μπορεί….αλλά, ωστόσο, οι μη αιθεροβάμονες μεταξύ μας ας μας εξηγήσουν, επιτέλους, τι μπορεί λογικά να αναμένουμε στο μέλλον, από τη διαιώνιση αυτής της αδιέξοδης κατάστασης, δηλαδή της εν γνώσει μας συνεχιζόμενης εφαρμογής των αναποτελεσματικών, εκβιαστικών και θανάσιμα επικίνδυνων τροικανικών μέτρων; Και να προσθέσω, τελειώνοντας, ότι η απόρριψη μιας νέας λύσης, όσο επικίνδυνη κι αν φαίνεται από πρώτη ματιά προϋποθέτει, ωστόσο, απαραιτήτως προηγούμενη ενδελεχή σύγκρισή της με τα θετικά, όσο και τα αρνητικά στοιχεία του καθεστώτος που βιώνουμε εδώ και δύο χρόνια. Αυτή, ακριβώς, τη σύγκριση πρέπει να κάνουμε στο αμέσως προσεχές διάστημα, για να γνωρίζουμε ποιο είναι το πρόβλημα και ποιες οι λύσεις του.





Reviewed by Μαρία Νεγρεπόντη - Δελιβάνη on Ιανουαρίου 30, 2012 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια